Anonymous

κλείω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1448.png Seite 1448]] s. [[κλέω]]. ep. u. ion. [[κληΐω]]; das praes. [[κληΐζω]] kommt nicht vor, daher κλῃζομένην Euen. 14 (IX, 62) bedenklich; ein dor. fut. κλαξῶ θύρας oder [[κλᾳξῶ]] Theocr. 6, 32; aor. κληῗσαι, Od. 21, 236. 241, ἐκλήϊσεν, 24, 166, κλήισεν, 21, 387. 389, Wolf überall κληΐσσαι, κλήϊσσεν; altatt. [[κλῄω]], ἔκλῃον Thuc. 7, 59, περικλῄσασθαι 7, 52, ξυγκλῃσθῆναι 4, 67; perf. pass. κέκλεισμαι, bes. Sp., wie Hdn. 8, 6, 9; gew. κέκλειμαι, vgl. B. A. 1020. 1388; so ist κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων Dem. 2, 16 von Bekker aus 2 mss. hergestellt, s. auch unten; κεκλέατο, Her. 3, 58, ἐκέκλειντο, Xen. An. 6, 2, 8; ἐγκεκλεισμένον Soph. Tr. 579; – <b class="b2">schließen, verschließen</b>; Βόσπορον κλεῖσαι (richtiger κλῇσαι) μέγαν Aesch. Pers. 709; πόλιν πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην Suppl. 934; [[βλέφαρον]] κέκλῃταί γ' ὡς καπηλείου.θύραι Soph. frg. 635; κλῄειν πύλας Eur. Herc. Fur. 997; χρυσῆ δὲ [[πλάστιγξ]] αὐχένα ζυγηφόρον πώλων ἔκλῃε, einzwängen, Rhes. 304; auch χέρας βρόχοισι, [[fesseln]], Andr. 603. übtr., ὅρκοις κεκλῄμεθα Hel. 983; κλῇε πηκτὰ δωμάτων Ar. Ach. 479; κλῇσαι τὰς πύλας, [[varia lectio|v.l.]] κλεῖσαι, Plat. Rep. VIII, 560 c; [[στόμα]] Eur. Phoen. 872, wie Ar. Equ. 1316; vgl. Dem. κεκλειμένης σοι τῆς παῤῥησἴας οὐ κιγκλίσιν οὐδὲ θύραις ἀλλὰ ὀφλήμασι 25, 28; κλῄσειν ἔμελλον τοὺς ἔςπλους ταῖς ναυσίν, die Einfahrt versperren, Thuc. 4, 8; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1448.png Seite 1448]] s. [[κλέω]]. ep. u. ion. [[κληΐω]]; das praes. [[κληΐζω]] kommt nicht vor, daher κλῃζομένην Euen. 14 (IX, 62) bedenklich; ein dor. fut. κλαξῶ θύρας oder [[κλᾳξῶ]] Theocr. 6, 32; aor. κληῗσαι, Od. 21, 236. 241, ἐκλήϊσεν, 24, 166, κλήισεν, 21, 387. 389, Wolf überall κληΐσσαι, κλήϊσσεν; altatt. [[κλῄω]], ἔκλῃον Thuc. 7, 59, περικλῄσασθαι 7, 52, ξυγκλῃσθῆναι 4, 67; perf. pass. κέκλεισμαι, bes. Sp., wie Hdn. 8, 6, 9; gew. κέκλειμαι, vgl. B. A. 1020. 1388; so ist κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων Dem. 2, 16 von Bekker aus 2 mss. hergestellt, s. auch unten; κεκλέατο, Her. 3, 58, ἐκέκλειντο, Xen. An. 6, 2, 8; ἐγκεκλεισμένον Soph. Tr. 579; – <b class="b2">schließen, verschließen</b>; Βόσπορον κλεῖσαι (richtiger κλῇσαι) μέγαν Aesch. Pers. 709; πόλιν πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην Suppl. 934; [[βλέφαρον]] κέκλῃταί γ' ὡς καπηλείου.θύραι Soph. frg. 635; κλῄειν πύλας Eur. Herc. Fur. 997; χρυσῆ δὲ [[πλάστιγξ]] αὐχένα ζυγηφόρον πώλων ἔκλῃε, einzwängen, Rhes. 304; auch χέρας βρόχοισι, [[fesseln]], Andr. 603. übtr., ὅρκοις κεκλῄμεθα Hel. 983; κλῇε πηκτὰ δωμάτων Ar. Ach. 479; κλῇσαι τὰς πύλας, [[varia lectio|v.l.]] κλεῖσαι, Plat. Rep. VIII, 560 c; [[στόμα]] Eur. Phoen. 872, wie Ar. Equ. 1316; vgl. Dem. κεκλειμένης σοι τῆς παῤῥησἴας οὐ κιγκλίσιν οὐδὲ θύραις ἀλλὰ ὀφλήμασι 25, 28; κλῄσειν ἔμελλον τοὺς ἔςπλους ταῖς ναυσίν, die Einfahrt versperren, Thuc. 4, 8; Sp.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>anc. att.</i> [[κλῄω]];<br /><i>f.</i> κλείσω, <i>ao.</i> ἔκλεισα, <i>pf.</i> κέκλεικα, <i>pqp.</i> ἐκεκλείκειν;<br /><i>Pass. f.</i> κλεισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἐκλείσθην]], <i>pf.</i> [[κέκλειμαι]] <i>ou</i> [[κέκλεισμαι]], <i>pqp.</i> ἐκεκλείμην;<br /><b>1</b> fermer avec une barre, un verrou <i>ou</i> une clef;<br /><b>2</b> bloquer par mer, fermer;<br /><b>3</b> enfermer : πόλιν πύργων μηχανῇ ESCHL une ville d'une enceinte de tours.<br />'''Étymologie:''' [[κλείς]].<br /><span class="bld">2</span><i>seul. prés. et impf. Act. et prés. Pass.</i><br />vanter, célébrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλείω''': (Α): μέλλ. κλείσω (ἀπο-) Ξεν., κτλ.· παρ’ Εὐπόλιδι ἐν «Χρυσῷ γένει» 19 ἀπαντᾷ ὁ [[τύπος]] κατακλῐῶ πιθ. ἐν τῷ στόματι βαρβάρου τινός, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ· ἀόρ. ἔκλεισα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 36, (ἀπ-) Ἰσαῖ. 60. 19· κέκλεικα Θεοφρ. Χαρ. 18, Λουκ.· ὑπερσ. ἐκεκλείκειν Ἀππ. Ἀννίβ. 47: ― Μέσ. (πρβλ. [[κατακλείω]]): ― Παθ., κλεισθήσομαι (συγ-) Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19, ἀλλὰ κεκλείσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 1072: ἀόρ. ἐκλείσθην (ἴδε ἀπο-, κατα-[[κλείω]]): πρκμ. κέκλειμαι (μεταγενεστ. κέκλεισμαι), ὑπερσ. ἐκεκλείμην, -είσμην (ἴδε κατωτ.)· ― Ἰων. [[κληίω]] ἴδε ἀπο-, περι-, συγ-[[κλείω]]): ἀόρ. ἐκλήῑσα, Ἐπικ. κλήῑσα, ἀπαρ. κληῑσαι ([[ἅπερ]] γράφονται κλήισσα, κληίσσαι, ὑπὸ τῶν φρονούντων ὅτι ἀφοῦ τὸ [[κληίω]] συναιρεῖται εἰς [[κλῄω]], τὸ ι πρέπει νὰ [[εἶναι]] βραχύ), Ὅμ. ― Μέσ., μέλλ. κληίσσομαι Νόνν. Δ. 2. 310: ― Παθ., ἀόρ. ἀπεκληίσθην Ἡρόδ. 1. 165., 3. 55, 58· πρκμ. κεκλήῑμαι 2. 121, 2 Δινδ., πρβλ. 2. 117., 7. 129: ὑπερσ. ἀπἐκεκληίατο (κοινῶς -κεκλέατο) 9. 50. ― Ἀρχ. Ἀττ. [[κλῄω]] (ἤδη [[καθόλου]] ἐπανορθούμενον παρὰ Τραγ., Ἀριστοφ., Θουκ., καὶ οὕτω πιθ. ἔδει νὰ διορθωθῇ παρὰ Πλάτ. καὶ τοῖς Ρήτορ.), μέλλ. [[κλῄσω]] Θουκ. 4. 8: ἀόρ. ἔκλῃσα Εὐρ. Ὀρ. 1449, Θουκ., κλπ.· πρκμ. κέκλῃκα (ἀπο-) Ἀριστοφ. Ὄρν. 1262: ― Μέσ. ἀόρ. περικλῄσασθαι Θουκ. 7. 52: ― Παθ., ἀόρ. ἐκλῄσθην (κατ-, ξυν-) ὁ αὐτ. 1. 117., 4. 67, κτλ.· πρκμ. κέκλῃμαι ἴδε κατωτ. Δωρ., μέλλ. [[κλαξῶ]] Θεόκρ. 6. 32: ἀόρ. ἀπό -κλαξον, -κλάξας ὁ αὐτ. 15. 43, 77: ― Μέσ., ἀόρ. κατεκλάξατο ὁ αὐτ. 18. 5: Παθ., ἀόρ. κατεκλάσθην ὁ αὐτ. 7. 84: Πρκμ. κέκλᾳμαι Ἐπίχ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 1. 224. ― Πρβλ. [[κλῄζω]] (Β). (ἴδε ἐν λέξ. [[κλείς]].) Κλείω, ἀποφράττω, [[ἐμποδίζω]], κλειδώνω, Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ., κλήισεν δὲ θύρας, ἔκλεισεν, «ἀμπάρωσε», Φ. 387· ἐκλήισεν ὀχῆας, ἔκλεισε τοὺς μοχλοὺς καὶ δι’ αὐτῶν τὴν θύραν, ἐκλείδωσε, Ω. 166· κλῄειν πύλας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 997, Πλάτ., κτλ.· κλ. πακτὰ δωμάτων Ἀριστοφ. Ἀχ. 479· κλεῖδες..., αἷς τὰς θύρας κλείουσιν, δι’ ὧν κλειδώνουσι τὰς θύρας, Ἀριστοφῶν ἐν «Πειρίθῳ» 1· Ἐτεοκλέους… κλῄσας [[στόμα]] Εὐρ. Φοίν. 865: ― [[βλέφαρον]] κέκληταί γ’, ὡς καπηλείου θύραι Σοφ. Ἀποσπ. 635· ψυχῆς ἀνοῖξαι τὴν κεκλῃσμένην πύλην ὁ αὐτ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 1. 226· κεκλειμένης σου τῆς ἐξουσίας οὐ κιγκλίσιν…, [[ἀλλά]]... ὀφλήμασι Δημ. 778. 11. 2) [[κλείω]], [[ἀποκλείω]], Βόσπορον κλῇσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 723· κλῄσειν τοὺς ἔσπλους ναυσὶ Θουκ. 4. 8: Παθ. κλείομαι, Ἡρόδ. 2. 121, 2· κεκλεῖσθαι τὰ [[ἐμπορία]] Λυσ. 165. 28· κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων Δημ. 22. 27. ΙΙ. [[ἐγκλείω]], πόλιν... πύργων μηχανῇ κεκλῃμένην Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 956, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 62. ΙΙΙ. [[περιορίζω]], [[περικλείω]], Εὐρ. Ρῆσ. 304: ― Παθ., δεσμεύομαι, χέρας βρόχοισι κεκλῃμένα Εὐρ. Ἀνδρ. 503· καὶ μεταφ., ὅρκοις κεκλῄμεθα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 977· πρβλ. [[ἐκκλείω]].
|lstext='''κλείω''': (Α): μέλλ. κλείσω (ἀπο-) Ξεν., κτλ.· παρ’ Εὐπόλιδι ἐν «Χρυσῷ γένει» 19 ἀπαντᾷ ὁ [[τύπος]] κατακλῐῶ πιθ. ἐν τῷ στόματι βαρβάρου τινός, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ· ἀόρ. ἔκλεισα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 36, (ἀπ-) Ἰσαῖ. 60. 19· κέκλεικα Θεοφρ. Χαρ. 18, Λουκ.· ὑπερσ. ἐκεκλείκειν Ἀππ. Ἀννίβ. 47: ― Μέσ. (πρβλ. [[κατακλείω]]): ― Παθ., κλεισθήσομαι (συγ-) Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19, ἀλλὰ κεκλείσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 1072: ἀόρ. ἐκλείσθην (ἴδε ἀπο-, κατα-[[κλείω]]): πρκμ. κέκλειμαι (μεταγενεστ. κέκλεισμαι), ὑπερσ. ἐκεκλείμην, -είσμην (ἴδε κατωτ.)· ― Ἰων. [[κληίω]] ἴδε ἀπο-, περι-, συγ-[[κλείω]]): ἀόρ. ἐκλήῑσα, Ἐπικ. κλήῑσα, ἀπαρ. κληῑσαι ([[ἅπερ]] γράφονται κλήισσα, κληίσσαι, ὑπὸ τῶν φρονούντων ὅτι ἀφοῦ τὸ [[κληίω]] συναιρεῖται εἰς [[κλῄω]], τὸ ι πρέπει νὰ [[εἶναι]] βραχύ), Ὅμ. ― Μέσ., μέλλ. κληίσσομαι Νόνν. Δ. 2. 310: ― Παθ., ἀόρ. ἀπεκληίσθην Ἡρόδ. 1. 165., 3. 55, 58· πρκμ. κεκλήῑμαι 2. 121, 2 Δινδ., πρβλ. 2. 117., 7. 129: ὑπερσ. ἀπἐκεκληίατο (κοινῶς -κεκλέατο) 9. 50. ― Ἀρχ. Ἀττ. [[κλῄω]] (ἤδη [[καθόλου]] ἐπανορθούμενον παρὰ Τραγ., Ἀριστοφ., Θουκ., καὶ οὕτω πιθ. ἔδει νὰ διορθωθῇ παρὰ Πλάτ. καὶ τοῖς Ρήτορ.), μέλλ. [[κλῄσω]] Θουκ. 4. 8: ἀόρ. ἔκλῃσα Εὐρ. Ὀρ. 1449, Θουκ., κλπ.· πρκμ. κέκλῃκα (ἀπο-) Ἀριστοφ. Ὄρν. 1262: ― Μέσ. ἀόρ. περικλῄσασθαι Θουκ. 7. 52: ― Παθ., ἀόρ. ἐκλῄσθην (κατ-, ξυν-) ὁ αὐτ. 1. 117., 4. 67, κτλ.· πρκμ. κέκλῃμαι ἴδε κατωτ. Δωρ., μέλλ. [[κλαξῶ]] Θεόκρ. 6. 32: ἀόρ. ἀπό -κλαξον, -κλάξας ὁ αὐτ. 15. 43, 77: ― Μέσ., ἀόρ. κατεκλάξατο ὁ αὐτ. 18. 5: Παθ., ἀόρ. κατεκλάσθην ὁ αὐτ. 7. 84: Πρκμ. κέκλᾳμαι Ἐπίχ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 1. 224. ― Πρβλ. [[κλῄζω]] (Β). (ἴδε ἐν λέξ. [[κλείς]].) Κλείω, ἀποφράττω, [[ἐμποδίζω]], κλειδώνω, Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ., κλήισεν δὲ θύρας, ἔκλεισεν, «ἀμπάρωσε», Φ. 387· ἐκλήισεν ὀχῆας, ἔκλεισε τοὺς μοχλοὺς καὶ δι’ αὐτῶν τὴν θύραν, ἐκλείδωσε, Ω. 166· κλῄειν πύλας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 997, Πλάτ., κτλ.· κλ. πακτὰ δωμάτων Ἀριστοφ. Ἀχ. 479· κλεῖδες..., αἷς τὰς θύρας κλείουσιν, δι’ ὧν κλειδώνουσι τὰς θύρας, Ἀριστοφῶν ἐν «Πειρίθῳ» 1· Ἐτεοκλέους… κλῄσας [[στόμα]] Εὐρ. Φοίν. 865: ― [[βλέφαρον]] κέκληταί γ’, ὡς καπηλείου θύραι Σοφ. Ἀποσπ. 635· ψυχῆς ἀνοῖξαι τὴν κεκλῃσμένην πύλην ὁ αὐτ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 1. 226· κεκλειμένης σου τῆς ἐξουσίας οὐ κιγκλίσιν…, [[ἀλλά]]... ὀφλήμασι Δημ. 778. 11. 2) [[κλείω]], [[ἀποκλείω]], Βόσπορον κλῇσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 723· κλῄσειν τοὺς ἔσπλους ναυσὶ Θουκ. 4. 8: Παθ. κλείομαι, Ἡρόδ. 2. 121, 2· κεκλεῖσθαι τὰ [[ἐμπορία]] Λυσ. 165. 28· κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων Δημ. 22. 27. ΙΙ. [[ἐγκλείω]], πόλιν... πύργων μηχανῇ κεκλῃμένην Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 956, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 62. ΙΙΙ. [[περιορίζω]], [[περικλείω]], Εὐρ. Ρῆσ. 304: ― Παθ., δεσμεύομαι, χέρας βρόχοισι κεκλῃμένα Εὐρ. Ἀνδρ. 503· καὶ μεταφ., ὅρκοις κεκλῄμεθα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 977· πρβλ. [[ἐκκλείω]].
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>anc. att.</i> [[κλῄω]];<br /><i>f.</i> κλείσω, <i>ao.</i> ἔκλεισα, <i>pf.</i> κέκλεικα, <i>pqp.</i> ἐκεκλείκειν;<br /><i>Pass. f.</i> κλεισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἐκλείσθην]], <i>pf.</i> [[κέκλειμαι]] <i>ou</i> [[κέκλεισμαι]], <i>pqp.</i> ἐκεκλείμην;<br /><b>1</b> fermer avec une barre, un verrou <i>ou</i> une clef;<br /><b>2</b> bloquer par mer, fermer;<br /><b>3</b> enfermer : πόλιν πύργων μηχανῇ ESCHL une ville d'une enceinte de tours.<br />'''Étymologie:''' [[κλείς]].<br /><span class="bld">2</span><i>seul. prés. et impf. Act. et prés. Pass.</i><br />vanter, célébrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κλέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth