Anonymous

κλάζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1445.png Seite 1445]] fut. κλάγξω, z. B. Aesch. Pers. 909; aor. ἔκλαγξα u. poet. ἔκλαγον, κλαγεῖν, H. h. 18, 14, Theocr. 17, 71, Opp. Cyn. 3, 121, Nonn. D. 3, 61 (ἀνέκλαγον Eur. I. A. 1062); dor. auch ἔκλαξα; perf. mit Präsensbdtg κέκλαγγα u. [[κέκληγα]]; für κεκλήγοντες Od. 14, 30 hat Bekker κεκληγῶτες hergestellt, wie Il. 12, 125. 16, 430. 17, 756, wie [[κεκληγώς]] steht Il. 2, 222. 5, 591. 11, 168. 344. 16, 755. 17, 88 Od. 12, 408; κεκληυῖα Hes. O. 451; κεκλαγώς steht Plut. Timol. 26; das fut. κεκλάγξομαι Ar. Vesp. 930; – [[tönen]], rauschen, [[klingen]]; bes. von unartikulirten Tönen, das verworrene Geschrei einer Menschenmenge, Il. 16, 430; vom Schlachtgeschrei, [[ὀξέα]] [[κεκληγώς]] 17, 87, vgl. 5, 590, öfter; auch von dem schimpfenden Thersites, [[ὀξέα]] κεκληγὼς λέγ' ὀνείδεα 2, 222; vom Schreien der Vögel, ὥςτε ψαρῶν [[νέφος]] ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν [[οὖλον]] κεκλήγοντες, ὅτε προίδωσιν ἰόντα κίρκον 17, 755; von kämpfenden Geiern, 16, 430, vgl. 10, 276. 12, 207; vom Schreien des Kranichs, Hes. O. 451; Sanh. Ant. 112 vom Adler (wie Poll. 5, 89); vgl. O. R. 966 Ant. 989; auch von Hunden, Od. 14, 30, wie Ac. Vesp. 929 u. Theocr. 25, 72, κεκλαγγυῖαι Xen. Cyn. 3, 9. 6, 23, vom Gerassel der Pfeile im Köcher. Il. 1, 46; vom Rauschen des Windes, Od. 12, 408; σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι Aesch. Spt. 187; auch [[μάντις]] ἔκλαγξεν ἄλλο [[μῆχαρ]] χείματος, laut ausrufen, Ag. 194; ἔκλαγξε Τυδεύς, in der Schlacht, Eur. Phoen. 1151; σὺ δὲ κιθάρᾳ κλάζεις παιᾶνας μέλπων Ion 905; δεσμὰ πωλικῶν ἐξ ἀντύγων κλάζει σιδήρου Rhes. 568; sp. D., einzeln auch in Prosa. – Trauns., [[ertönen lassen]]; Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν, Zeus ließ den Donner ertönen, Pind. P. 4, 23; vgl. Aesch. μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη, Ag. 48; χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον Spt. 368, sie lärmen Schrecken, sie lärmen u. flößen Schrecken ein; ähnlich κλάγξω δ' αὖ [[γόον]] ἀρίδακρυν ib. 909; κλάζεις [[μέλισμα]] Mel. 111 (VII, 196), du läßt ein Lied ertönen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1445.png Seite 1445]] fut. κλάγξω, z. B. Aesch. Pers. 909; aor. ἔκλαγξα u. poet. ἔκλαγον, κλαγεῖν, H. h. 18, 14, Theocr. 17, 71, Opp. Cyn. 3, 121, Nonn. D. 3, 61 (ἀνέκλαγον Eur. I. A. 1062); dor. auch ἔκλαξα; perf. mit Präsensbdtg κέκλαγγα u. [[κέκληγα]]; für κεκλήγοντες Od. 14, 30 hat Bekker κεκληγῶτες hergestellt, wie Il. 12, 125. 16, 430. 17, 756, wie [[κεκληγώς]] steht Il. 2, 222. 5, 591. 11, 168. 344. 16, 755. 17, 88 Od. 12, 408; κεκληυῖα Hes. O. 451; κεκλαγώς steht Plut. Timol. 26; das fut. κεκλάγξομαι Ar. Vesp. 930; – [[tönen]], rauschen, [[klingen]]; bes. von unartikulirten Tönen, das verworrene Geschrei einer Menschenmenge, Il. 16, 430; vom Schlachtgeschrei, [[ὀξέα]] [[κεκληγώς]] 17, 87, vgl. 5, 590, öfter; auch von dem schimpfenden Thersites, [[ὀξέα]] κεκληγὼς λέγ' ὀνείδεα 2, 222; vom Schreien der Vögel, ὥςτε ψαρῶν [[νέφος]] ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν [[οὖλον]] κεκλήγοντες, ὅτε προίδωσιν ἰόντα κίρκον 17, 755; von kämpfenden Geiern, 16, 430, vgl. 10, 276. 12, 207; vom Schreien des Kranichs, Hes. O. 451; Sanh. Ant. 112 vom Adler (wie Poll. 5, 89); vgl. O. R. 966 Ant. 989; auch von Hunden, Od. 14, 30, wie Ac. Vesp. 929 u. Theocr. 25, 72, κεκλαγγυῖαι Xen. Cyn. 3, 9. 6, 23, vom Gerassel der Pfeile im Köcher. Il. 1, 46; vom Rauschen des Windes, Od. 12, 408; σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι Aesch. Spt. 187; auch [[μάντις]] ἔκλαγξεν ἄλλο [[μῆχαρ]] χείματος, laut ausrufen, Ag. 194; ἔκλαγξε Τυδεύς, in der Schlacht, Eur. Phoen. 1151; σὺ δὲ κιθάρᾳ κλάζεις παιᾶνας μέλπων Ion 905; δεσμὰ πωλικῶν ἐξ ἀντύγων κλάζει σιδήρου Rhes. 568; sp. D., einzeln auch in Prosa. – Trauns., [[ertönen lassen]]; Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν, Zeus ließ den Donner ertönen, Pind. P. 4, 23; vgl. Aesch. μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη, Ag. 48; χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον Spt. 368, sie lärmen Schrecken, sie lärmen u. flößen Schrecken ein; ähnlich κλάγξω δ' αὖ [[γόον]] ἀρίδακρυν ib. 909; κλάζεις [[μέλισμα]] Mel. 111 (VII, 196), du läßt ein Lied ertönen.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κλάγξω, <i>ao.</i> [[ἔκλαγξα]], <i>ao.2 poét.</i> [[ἔκλαγον]], <i>pf.</i> κέκλαγγα, <i>postér.</i> [[κέκλαγα]];<br /><i>Pass. f.ant.</i> κεκλάγξομαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> pousser un cri aigu, retentir avec un bruit perçant;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire retentir : [[γόον]] ESCHL des gémissements ; [[Ἄρη]] ESCHL invoquer le nom d'Arès ; [[μῆχαρ]] ESCHL annoncer un moyen de remédier à <i>en parl. d'un oracle</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Κλαγ, crier ; cf. <i>lat.</i> clangor, etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλάζω''': μέλλ. κλάγξω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 947· ἀόρ. α΄ ἔκλαγξα Ἰλ., Τραγ. ἀόρ. β΄ Ὁμηρ. ἔκλᾰγον, Ὁμ. Ὕμν. 18. 14, Θεόκρ. κτλ.· πρκμ. κέκλαγγα Ξεν. Κυν. 3, 9., 23, ὑποτακτ. κεκλάγγω, Ἀριστοφ. Σφ. 929· Ἐπικ. [[κέκληγα]] Ἀλκμὰν 52· μετοχ. κεκληγώς, πληθ. κεκληγῶτες Ἰλ. Π. 430 (ἄλλ. κεκλήγοντες ὡς ἐκ μετοχ. ἐνεστ. κεκλήγων, ουσα, Spitzn. Ἰλ. Π. 430). ― Παθ., κεκλάγξομαι Ἀριστοφ. Σφ. 930. (Ἡ √ΚΛΑΖ εὕρηται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., οἱ δὲ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τῆς √ΚΛΑΓ ἢ ΚΛΑΓΓ, [[ὅθεν]] κλαγγή, κλαγγαίνω, κτλ.· πρβλ. Ἀγγλ. clash, clang, clank.) Παράγω ἦχον ὀξὺν καὶ διαπεραστικόν, παρ’ Ὁμ. Ι. ἐπὶ πτηνῶν, [[κράζω]], [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ, οὐκ ἴδον..., ἀλλὰ κλάγξαντος ἄκουσαν Ἰλ. Κ. 276· ἐπὶ ψαρῶν ἢ κολοιῶν, ὥς τε ψαρῶν [[νέφος]]... ἠὲ κολοιῶν [[οὖλον]] κεκλήγοντες Ρ. 756, κτλ.· ἐπὶ τῶν γεράνων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 447· ἐπὶ ἀετοῦ, Ἰλ. Μ. 207, Σοφ. Ἀντ. 112, πρβλ. Ο. Τ. 966, κτλ. 2) ἐπὶ κυνῶν, ὑλακτῶ, «γαυγύζω», οἱ μὲν κεκλήγοντες [[ἐπέδραμον]] Ὀδ. Ξ. 30, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 929, Ξεν. Κυν. 3, 9., 6, 27, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὡς ἐπὶ τῶν βελῶν συγκρουομένων ἐντὸς τῆς φαρέτρας, ἔκλαγξαν δ’ ἄρ’ ὀϊστοὶ Ἰλ. Α. 46· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[συρίζω]], [[αἶψα]] γὰρ ἦλθεν κεκληγὼς [[Ζέφυρος]] Ὀδ. Μ. 408· ἐπὶ τροχῶν, κροτῶ ἢ [[τρίζω]], Αἰσχύλ. Θήβ. 205· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κλάζουσι κώδωνες φόβον, διαχέουσι διὰ τοῦ ἤχου των τρόμον, [[αὐτόθι]] 386. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων, φωνάζω, βοῶ, [[ὀξέα]] κεκληγὼς Ἰλ. Ρ. 88, πρβλ. Ε. 591, κτλ.· ἐπὶ τῆς ὀξείας φωνῆς τοῦ Θερσίτου, [[ὀξέα]] κεκληγὼς λέγ’ ὀνείδεα Β. 222· μετὰ συστοίχ. αἰτ., φωνάζω μεγαλοφώνως, βοῶ, κλάζειν Ἄρη Αἰσχύλ. Ἀγ. 48· [[γόον]] ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 948· [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἔκλαγξε βροντάν, ἐβρόντησε, Πίνδ. Π. 4. 41. 5) τὸ πλησιέστατον πρὸς ἔναρθρον ἦχον [[ἤτοι]] λόγον [[παράδειγμα]] εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ., [[μάντις]] ἔκλαγξεν [[ἄλλο]] [[μῆχαρ]], ἐβόησεν (ἐξηγούμενος) [[ἄλλην]] θεραπείαν, [[ἄλλο]] [[μέσον]], Ἀγ. 201· Ζῆνα... ἐπινίκια κλάζων, ψάλλων μεγαλοφώνως τὸ ᾆσμα τῆς νίκης εἰς τιμὴν τοῦ [[Διός]], [[αὐτόθι]] 174· οὕτω, [[τότε]] δ’ Ἕσπερος ἔκλαγεν [[οἶος]], ἔψαλλε [[μόνος]], ἐν Ὁμ. Ὕμν. 18. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 906, Ἀνθ. Π. 7. 196· ἴδε ἐν λέξ. [[γλάζω]].
|lstext='''κλάζω''': μέλλ. κλάγξω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 947· ἀόρ. α΄ ἔκλαγξα Ἰλ., Τραγ. ἀόρ. β΄ Ὁμηρ. ἔκλᾰγον, Ὁμ. Ὕμν. 18. 14, Θεόκρ. κτλ.· πρκμ. κέκλαγγα Ξεν. Κυν. 3, 9., 23, ὑποτακτ. κεκλάγγω, Ἀριστοφ. Σφ. 929· Ἐπικ. [[κέκληγα]] Ἀλκμὰν 52· μετοχ. κεκληγώς, πληθ. κεκληγῶτες Ἰλ. Π. 430 (ἄλλ. κεκλήγοντες ὡς ἐκ μετοχ. ἐνεστ. κεκλήγων, ουσα, Spitzn. Ἰλ. Π. 430). ― Παθ., κεκλάγξομαι Ἀριστοφ. Σφ. 930. (Ἡ √ΚΛΑΖ εὕρηται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., οἱ δὲ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τῆς √ΚΛΑΓ ἢ ΚΛΑΓΓ, [[ὅθεν]] κλαγγή, κλαγγαίνω, κτλ.· πρβλ. Ἀγγλ. clash, clang, clank.) Παράγω ἦχον ὀξὺν καὶ διαπεραστικόν, παρ’ Ὁμ. Ι. ἐπὶ πτηνῶν, [[κράζω]], [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ, οὐκ ἴδον..., ἀλλὰ κλάγξαντος ἄκουσαν Ἰλ. Κ. 276· ἐπὶ ψαρῶν ἢ κολοιῶν, ὥς τε ψαρῶν [[νέφος]]... ἠὲ κολοιῶν [[οὖλον]] κεκλήγοντες Ρ. 756, κτλ.· ἐπὶ τῶν γεράνων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 447· ἐπὶ ἀετοῦ, Ἰλ. Μ. 207, Σοφ. Ἀντ. 112, πρβλ. Ο. Τ. 966, κτλ. 2) ἐπὶ κυνῶν, ὑλακτῶ, «γαυγύζω», οἱ μὲν κεκλήγοντες [[ἐπέδραμον]] Ὀδ. Ξ. 30, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 929, Ξεν. Κυν. 3, 9., 6, 27, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὡς ἐπὶ τῶν βελῶν συγκρουομένων ἐντὸς τῆς φαρέτρας, ἔκλαγξαν δ’ ἄρ’ ὀϊστοὶ Ἰλ. Α. 46· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[συρίζω]], [[αἶψα]] γὰρ ἦλθεν κεκληγὼς [[Ζέφυρος]] Ὀδ. Μ. 408· ἐπὶ τροχῶν, κροτῶ ἢ [[τρίζω]], Αἰσχύλ. Θήβ. 205· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κλάζουσι κώδωνες φόβον, διαχέουσι διὰ τοῦ ἤχου των τρόμον, [[αὐτόθι]] 386. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων, φωνάζω, βοῶ, [[ὀξέα]] κεκληγὼς Ἰλ. Ρ. 88, πρβλ. Ε. 591, κτλ.· ἐπὶ τῆς ὀξείας φωνῆς τοῦ Θερσίτου, [[ὀξέα]] κεκληγὼς λέγ’ ὀνείδεα Β. 222· μετὰ συστοίχ. αἰτ., φωνάζω μεγαλοφώνως, βοῶ, κλάζειν Ἄρη Αἰσχύλ. Ἀγ. 48· [[γόον]] ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 948· [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἔκλαγξε βροντάν, ἐβρόντησε, Πίνδ. Π. 4. 41. 5) τὸ πλησιέστατον πρὸς ἔναρθρον ἦχον [[ἤτοι]] λόγον [[παράδειγμα]] εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ., [[μάντις]] ἔκλαγξεν [[ἄλλο]] [[μῆχαρ]], ἐβόησεν (ἐξηγούμενος) [[ἄλλην]] θεραπείαν, [[ἄλλο]] [[μέσον]], Ἀγ. 201· Ζῆνα... ἐπινίκια κλάζων, ψάλλων μεγαλοφώνως τὸ ᾆσμα τῆς νίκης εἰς τιμὴν τοῦ [[Διός]], [[αὐτόθι]] 174· οὕτω, [[τότε]] δ’ Ἕσπερος ἔκλαγεν [[οἶος]], ἔψαλλε [[μόνος]], ἐν Ὁμ. Ὕμν. 18. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 906, Ἀνθ. Π. 7. 196· ἴδε ἐν λέξ. [[γλάζω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κλάγξω, <i>ao.</i> [[ἔκλαγξα]], <i>ao.2 poét.</i> [[ἔκλαγον]], <i>pf.</i> κέκλαγγα, <i>postér.</i> [[κέκλαγα]];<br /><i>Pass. f.ant.</i> κεκλάγξομαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> pousser un cri aigu, retentir avec un bruit perçant;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire retentir : [[γόον]] ESCHL des gémissements ; [[Ἄρη]] ESCHL invoquer le nom d'Arès ; [[μῆχαρ]] ESCHL annoncer un moyen de remédier à <i>en parl. d'un oracle</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Κλαγ, crier ; cf. <i>lat.</i> clangor, etc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth