3,274,921
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] besorgen, pflegen; ὑπομένεις με τὸν τυφλὸν κηδεύων Soph. O. R. 1324, vgl. O. C. 754; Eur. Or. 781. 881; πόλιν I. T. 1212; bes. – a) eine Leiche bestatten; Eur. Rhes. 983; ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθείς Soph. El. 1130, Pol. 5, 10, 4; Plut. Fab. 28 u. a. Sp. – ) durch Heirath, τὴν παῖδα, die Tochter verheirathen, οἱ κηδεύσαντες, die Schwiegeraltern, Eur. Med. 867. – Gew. intr., sich verschwägern, sich verheirathen, τὸ κηδεῦσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ Aesch. Prom. 892, sich seinem Stande gemäß verheirathen; αὐτὸς τοῦτο κήδευσον [[λέχος]] Soph. Tr. 1217, wie Eur. Hipp. 634; τινί, Dem. 59, 81; nach Moeris attisch für [[παρά]] τινος γυναῖκα λαμβάνειν; so auch Arist. Polit. 5, 7 u. Sp., wie Plut. Demetr. 31. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] besorgen, pflegen; ὑπομένεις με τὸν τυφλὸν κηδεύων Soph. O. R. 1324, vgl. O. C. 754; Eur. Or. 781. 881; πόλιν I. T. 1212; bes. – a) eine Leiche bestatten; Eur. Rhes. 983; ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθείς Soph. El. 1130, Pol. 5, 10, 4; Plut. Fab. 28 u. a. Sp. – ) durch Heirath, τὴν παῖδα, die Tochter verheirathen, οἱ κηδεύσαντες, die Schwiegeraltern, Eur. Med. 867. – Gew. intr., sich verschwägern, sich verheirathen, τὸ κηδεῦσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ Aesch. Prom. 892, sich seinem Stande gemäß verheirathen; αὐτὸς τοῦτο κήδευσον [[λέχος]] Soph. Tr. 1217, wie Eur. Hipp. 634; τινί, Dem. 59, 81; nach Moeris attisch für [[παρά]] τινος γυναῖκα λαμβάνειν; so auch Arist. Polit. 5, 7 u. Sp., wie Plut. Demetr. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐκήδευσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐκηδεύθην, <i>pf.</i> κεκήδευμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> prendre soin de, <i>en gén.</i> : τινα, de qqn ; πόλιν EUR gouverner une ville;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> prendre soin d'un mort : τινα, rendre à qqn les devoirs funèbres;<br /><b>3</b> unir par un mariage, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'unir par mariage, contracter alliance : τινι, avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κῆδος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηδεύω''': ([[κῆδος]]) ἐπιμελοῦμαί τινος, [[φροντίζω]], περιποιοῦμαι, Σοφ. Ο. Τ. 1323, Ο. Κ. 740· πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 606, Εὐρ. Ι. Τ. 1213· νύμφην ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 888· [[νόσημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 883. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηδεύοντα· ἐπιστατοῦντα, κηδόμενον». 2) [[φροντίζω]] [[ὅπως]] ἀποδώσω τὰς τελευταίας περιποιήσεις εἰς νεκρόν, [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς [[αὐτοῦ]], [[ἐνταφιάζω]] αὐτόν, πενθῶ, κτλ. (πρβλ. [[κῆδος]] Ι. 2, [[κηδεμών]]), ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθεὶς [[τάλας]] Σοφ. Ἠλ. 1141, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 983· μ’ ἔθαψε καὶ ἐκήδευσεν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 604· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις, ταφὴ κηδευθεῖσα ταῖς τῶν ἐναντίων χερσὶ Δημάδ. 179. 30, πρβλ. Πολύβ. 5. 10, 4, Πλουτ. Ἀλέξ. 56· βασιλέων κηδευομένων Ἀριστ. Ἀποσπ. 476· κεκηδευμένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 7, 4· εἰς ἣν σορὸν οὐδενὶ ἐξέσται ἕτερον [[πτῶμα]] κηδεῦσαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3028. 3. ΙΙ. [[παρά]] τινος γυναῖκα [[λαμβάνω]], ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς (Μοῖρις), [[συνάπτω]] συγγένειαν δι’ ἐπιγαμίας, [[γίνομαι]] [[συγγενής]] τινος, «συμπεθερεύω», τὸ κηδεῦσαι καθ’ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ Αἰσχύλ. Πρ. 890· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κηδ. [[λέχος]], νυμφεύομαι, [[ὑπανδρεύομαι]], Σοφ. Τρ. 1227, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 10· μετὰ δοτ. προσώπ., [[συνάπτω]] σχέσεις μετά τινος δι’ ἐπιγαμίας, Εὐρ. Ἱππ. 634, Ἀποσπ. 399, Δημ. 1372. 25, κτλ.· ― ἐν τῷ παθ., ἔχω τοιαύτην συγγένειαν, Εὐρ. Φοίν. 347. 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] τινὰ συγγενῆ μου διὰ γάμου, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1202· [[ὡσαύτως]], κ. τὴν θυγατέρα τινί, δίδω εἴς τινα τὴν θυγατέρα μου εἰς γάμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 10, 2· ― ἀπολ., οἱ κηδεύοντες, οἱ συνάψαντες τὸν γάμον, Εὐρ. Μήδ. 367. | |lstext='''κηδεύω''': ([[κῆδος]]) ἐπιμελοῦμαί τινος, [[φροντίζω]], περιποιοῦμαι, Σοφ. Ο. Τ. 1323, Ο. Κ. 740· πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 606, Εὐρ. Ι. Τ. 1213· νύμφην ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 888· [[νόσημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 883. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηδεύοντα· ἐπιστατοῦντα, κηδόμενον». 2) [[φροντίζω]] [[ὅπως]] ἀποδώσω τὰς τελευταίας περιποιήσεις εἰς νεκρόν, [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς [[αὐτοῦ]], [[ἐνταφιάζω]] αὐτόν, πενθῶ, κτλ. (πρβλ. [[κῆδος]] Ι. 2, [[κηδεμών]]), ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθεὶς [[τάλας]] Σοφ. Ἠλ. 1141, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 983· μ’ ἔθαψε καὶ ἐκήδευσεν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 604· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις, ταφὴ κηδευθεῖσα ταῖς τῶν ἐναντίων χερσὶ Δημάδ. 179. 30, πρβλ. Πολύβ. 5. 10, 4, Πλουτ. Ἀλέξ. 56· βασιλέων κηδευομένων Ἀριστ. Ἀποσπ. 476· κεκηδευμένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 7, 4· εἰς ἣν σορὸν οὐδενὶ ἐξέσται ἕτερον [[πτῶμα]] κηδεῦσαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3028. 3. ΙΙ. [[παρά]] τινος γυναῖκα [[λαμβάνω]], ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς (Μοῖρις), [[συνάπτω]] συγγένειαν δι’ ἐπιγαμίας, [[γίνομαι]] [[συγγενής]] τινος, «συμπεθερεύω», τὸ κηδεῦσαι καθ’ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ Αἰσχύλ. Πρ. 890· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κηδ. [[λέχος]], νυμφεύομαι, [[ὑπανδρεύομαι]], Σοφ. Τρ. 1227, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 10· μετὰ δοτ. προσώπ., [[συνάπτω]] σχέσεις μετά τινος δι’ ἐπιγαμίας, Εὐρ. Ἱππ. 634, Ἀποσπ. 399, Δημ. 1372. 25, κτλ.· ― ἐν τῷ παθ., ἔχω τοιαύτην συγγένειαν, Εὐρ. Φοίν. 347. 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] τινὰ συγγενῆ μου διὰ γάμου, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1202· [[ὡσαύτως]], κ. τὴν θυγατέρα τινί, δίδω εἴς τινα τὴν θυγατέρα μου εἰς γάμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 10, 2· ― ἀπολ., οἱ κηδεύοντες, οἱ συνάψαντες τὸν γάμον, Εὐρ. Μήδ. 367. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |