Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κροτέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1513.png Seite 1513]] (mit [[κρούω]] zusammenhangend, nach Eust. ein onomatopoetisches Wort), [[klappern]], [[rasseln lassen]]; wie [[κροταλίζω]] von den Pferden, κείν' ὄχεα κροτέοντες, mit dem leeren Wagen daherrasselnd, Il. 15, 453; H. h. Apoll. 234. – Gew. [[ klatschen]], [[klopfen]], [[schlagen]]; θύρσῳ κροτῶν γῆν Eur. Bacch. 188; Sp., ταρφέα σιγαλόεντι [[πέδον]] κροτέοντα πεδίλῳ Ap. Rh. 4, 1195; τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευράς Dem. 54, 9; κροτοῦντες τὸ [[ἔδαφος]] Plut. Eumen. 11; nach Moeris hellenistisch = an die Thür klopfen. – Bes. a) ein Saiteninstrument mit dem[[ Plektrum schlagen]], Sp.; auch κυμβάλοις, Luc. Alex. 9, s. d. – b) ein Gewebe mit der Weberlade festschlagen, Strab. XV, 717. – c) vom Schmiede, zusammenhämmern, zusammenschweißen, [[schmieden]]; Luc. Lexiph. 9; χρυσῷ πλατὺν κρατῆρα κεκροτημένον Lycophr. 888; a. Sp.; übtr., κεκρότηται χρυσέα [[κρηπίς]] Pind. frg.; ἐξ ἀπάτας κεκροταμένοι ἄνδρες, aus Lug u. Trug zusammengesetzt, Theocr. 15, 49; εὐθὺς τὸ [[πρῆγμα]] κροτείσθω, das Geschäft werde sogleich betrieben, Addaeus (X, 20), wie »das Eisen schmieden, so lange es heiß ist«. – d) [[zusammenschlagen]]; κροτεῖν τὼ χεῖρε, beide Hände gegen einander schlagen, mit beiden Händen [[Beifallklatschen]], Xen. Cyr. 8, 4, 12; καὶ χαίρειν Plat. Euthyd. 303 b; καὶ ἐκβοᾶν Rep. VI, 492 b; auch = loben, παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια Ath. V, 182 a; Ggstz [[συρίττω]], Luc. Harmonid. 2; vgl. Plat. Ax. 368 d; übh. = Lärm machen, klappern, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσα Ar. Ran. 1305, auch κἂν πιθανωτέρους τούτων λόγους [[ἄρτι]] κροτήσῃς, Plat. Ax. 369 d; laut herdeclamiren, schwatzen, Sp. – Adj. verb. [[κροτητός]], geschlagen; κτύπῳ δ' ἐπ ιῤῥοθεῖ κροτητὸν ἁμὸν καὶ πανάθλιον [[κάρα]] Aesch. Ch. 428; ἅρματα, rasselnde Wagen, Soph. El. 714; auf Saiteninstrumenten gespielt, κροτητὰ [[μέλη]] Soph. bei Ath. IV, 175 e, u. ähnl. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1513.png Seite 1513]] (mit [[κρούω]] zusammenhangend, nach Eust. ein onomatopoetisches Wort), [[klappern]], [[rasseln lassen]]; wie [[κροταλίζω]] von den Pferden, κείν' ὄχεα κροτέοντες, mit dem leeren Wagen daherrasselnd, Il. 15, 453; H. h. Apoll. 234. – Gew. [[ klatschen]], [[klopfen]], [[schlagen]]; θύρσῳ κροτῶν γῆν Eur. Bacch. 188; Sp., ταρφέα σιγαλόεντι [[πέδον]] κροτέοντα πεδίλῳ Ap. Rh. 4, 1195; τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευράς Dem. 54, 9; κροτοῦντες τὸ [[ἔδαφος]] Plut. Eumen. 11; nach Moeris hellenistisch = an die Thür klopfen. – Bes. a) ein Saiteninstrument mit dem[[ Plektrum schlagen]], Sp.; auch κυμβάλοις, Luc. Alex. 9, s. d. – b) ein Gewebe mit der Weberlade festschlagen, Strab. XV, 717. – c) vom Schmiede, zusammenhämmern, zusammenschweißen, [[schmieden]]; Luc. Lexiph. 9; χρυσῷ πλατὺν κρατῆρα κεκροτημένον Lycophr. 888; a. Sp.; übtr., κεκρότηται χρυσέα [[κρηπίς]] Pind. frg.; ἐξ ἀπάτας κεκροταμένοι ἄνδρες, aus Lug u. Trug zusammengesetzt, Theocr. 15, 49; εὐθὺς τὸ [[πρῆγμα]] κροτείσθω, das Geschäft werde sogleich betrieben, Addaeus (X, 20), wie »das Eisen schmieden, so lange es heiß ist«. – d) [[zusammenschlagen]]; κροτεῖν τὼ χεῖρε, beide Hände gegen einander schlagen, mit beiden Händen [[Beifallklatschen]], Xen. Cyr. 8, 4, 12; καὶ χαίρειν Plat. Euthyd. 303 b; καὶ ἐκβοᾶν Rep. VI, 492 b; auch = loben, παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια Ath. V, 182 a; Ggstz [[συρίττω]], Luc. Harmonid. 2; vgl. Plat. Ax. 368 d; übh. = Lärm machen, klappern, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσα Ar. Ran. 1305, auch κἂν πιθανωτέρους τούτων λόγους [[ἄρτι]] κροτήσῃς, Plat. Ax. 369 d; laut herdeclamiren, schwatzen, Sp. – Adj. verb. [[κροτητός]], geschlagen; κτύπῳ δ' ἐπ ιῤῥοθεῖ κροτητὸν ἁμὸν καὶ πανάθλιον [[κάρα]] Aesch. Ch. 428; ἅρματα, rasselnde Wagen, Soph. El. 714; auf Saiteninstrumenten gespielt, κροτητὰ [[μέλη]] Soph. bei Ath. IV, 175 e, u. ähnl. A.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κροτήσω, <i>ao.</i> ἐκρότησα, <i>pf.</i> κεκρότηκα;<br /><b>I.</b> faire retentir, faire résonner : ὄχεα κροτέοντες IL faisant résonner les chars;<br /><b>II.</b> frapper :<br /><b>1</b> frapper, heurter : λέβητας HDT des chaudrons ; κροτεῖν τινα, frapper qqn;<br /><b>2</b> frapper sur un instrument : χαλκώματα PLUT frapper des cymbales d'airain ; faire du bruit avec un instrument ; κροτεῖν κυμβάλοις LUC faire résonner des cymbales;<br /><b>3</b> frapper avec un marteau de forgeron ; forger, battre, marteler, écrouir (un métal) : κεκρότηται χρυσέα [[κρηπίς]] PIND (PLUT) la base est fabriquée en or;<br /><b>4</b> frapper l'un contre l'autre, heurter, choquer : κροτεῖν [[τὰς]] χεῖρας HDT, [[τῶ]] χεῖρε XÉN battre des mains ; <i>abs.</i> κρ. applaudir ; <i>qqf en mauv. part</i> battre des mains en signe de désapprobation.<br />'''Étymologie:''' DELG v.norr. hratt « frapper ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κροτέω''': [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[κορτέω]] μνημονεύεται ὑπὸ Ἡσύχ., [[ὅθεν]] ἀνακορτήσασα (ἀντὶ ἀνακροτ-) διορθοῦται ὑπὸ τοῦ Meineke ἔν τινι ἑξαμέτρῳ παρὰ Διογενιαν. 3. 97· ([[κρότος]]). Κάμνω νὰ κροτῇ τι, ἐπὶ ἵππων, ὄχεα κροτέοντες, σύροντες αὐτὰ μετὰ κρότου, Ἰλ. Ο. 453, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 234· πρβλ. [[κροταλίζω]] Ι. ΙΙ. κτυπῶ, πλήττω, [[κρούω]], λέβητας Ἡρόδ. 6. 58· γῆν θύρσῳ Εὐρ. Βάκχ. 188· τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευρὰς Δημ. 1259. 22· τινα Πλούτ. 2. 10D. ― Παθ., πλήττομαι ὑπὸ βροχῆς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17. 2) κτυπῶ τὰς χεῖράς μου εἰς [[σημεῖον]] ἐπικροτήσεως, κροτεῖν τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, κροτεῖν τὰς χεῖρας, χειροκροτεῖν, Ἡρόδ. 2. 60, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· ἀπολ., κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9, 4, Δημ. 586. 21, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., κρ. τινα Διογ. Λ. 7. 173. ― Παθ., ἐπικροτοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], Ἀριστ. Ποιητ. 18, 12, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, κτλ.· παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια, ἐπαινοῦνται, Ἀθήν. 182Α. β) [[ὡσαύτως]] εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, Πλούτ. 2. 533Α· ἴδε [[κρότος]] 2. β. 3) ἐπὶ χαλκέως, σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ, ὡς τὸ [[συγκροτέω]], Λουκ. Λεξιφ. 9· ― μεταφ., κρ. λόγους Πλάτ. Ἀξ. 369Β· καὶ ἐν τῷ παθ., πλήττομαι, σφυρηλατοῦμαι, κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς Πινδ. Ἀποσπ. 206, πρβλ. Λυκόφρ. 888· καὶ μεταφ. (ὡς τὸ [[κρότημα]]), ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος, ἐσφυρηλατημένος, [[ὅλος]] [[ἀπάτη]], Θεόκρ. 15. 49· εὐθὺς τὸ [[πρᾶγμα]] κροτείσθω, ὡς τό: νὰ σφυρηλατῆται ὁ [[σίδηρος]] ἐνόσῳ [[εἶναι]] [[θερμός]], Ἀνθ. Π. 10. 20. 4) συγκροτῶ, συγκρούων κροτῶ, χαλκώματα Πλουτ. 2. 944Β· [[ὡσαύτως]], κρ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις, [[ἐγείρω]] κρότον ἢ θόρυβον δι’ αὐτῶν [[ὅπως]] συνάξω [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κ. κυμβάλοις Λουκ. Ἀλέξ. 9· καὶ σατυρικῶς, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσ’ Εὐριπίδου Ἀριστοφ. Βάτρ. 1306, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 5) πλήττω τὴν κρόκην διὰ τῆς κερκίδος ἐν τῷ ὑφαίνειν, σινδόνες [[λίαν]] κεκροτημέναι, πυκνῶς ὑφασμέναι, «κρουσταί», Στράβ. 717.
|lstext='''κροτέω''': [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[κορτέω]] μνημονεύεται ὑπὸ Ἡσύχ., [[ὅθεν]] ἀνακορτήσασα (ἀντὶ ἀνακροτ-) διορθοῦται ὑπὸ τοῦ Meineke ἔν τινι ἑξαμέτρῳ παρὰ Διογενιαν. 3. 97· ([[κρότος]]). Κάμνω νὰ κροτῇ τι, ἐπὶ ἵππων, ὄχεα κροτέοντες, σύροντες αὐτὰ μετὰ κρότου, Ἰλ. Ο. 453, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 234· πρβλ. [[κροταλίζω]] Ι. ΙΙ. κτυπῶ, πλήττω, [[κρούω]], λέβητας Ἡρόδ. 6. 58· γῆν θύρσῳ Εὐρ. Βάκχ. 188· τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευρὰς Δημ. 1259. 22· τινα Πλούτ. 2. 10D. ― Παθ., πλήττομαι ὑπὸ βροχῆς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17. 2) κτυπῶ τὰς χεῖράς μου εἰς [[σημεῖον]] ἐπικροτήσεως, κροτεῖν τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, κροτεῖν τὰς χεῖρας, χειροκροτεῖν, Ἡρόδ. 2. 60, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· ἀπολ., κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9, 4, Δημ. 586. 21, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., κρ. τινα Διογ. Λ. 7. 173. ― Παθ., ἐπικροτοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], Ἀριστ. Ποιητ. 18, 12, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, κτλ.· παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια, ἐπαινοῦνται, Ἀθήν. 182Α. β) [[ὡσαύτως]] εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, Πλούτ. 2. 533Α· ἴδε [[κρότος]] 2. β. 3) ἐπὶ χαλκέως, σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ, ὡς τὸ [[συγκροτέω]], Λουκ. Λεξιφ. 9· ― μεταφ., κρ. λόγους Πλάτ. Ἀξ. 369Β· καὶ ἐν τῷ παθ., πλήττομαι, σφυρηλατοῦμαι, κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς Πινδ. Ἀποσπ. 206, πρβλ. Λυκόφρ. 888· καὶ μεταφ. (ὡς τὸ [[κρότημα]]), ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος, ἐσφυρηλατημένος, [[ὅλος]] [[ἀπάτη]], Θεόκρ. 15. 49· εὐθὺς τὸ [[πρᾶγμα]] κροτείσθω, ὡς τό: νὰ σφυρηλατῆται ὁ [[σίδηρος]] ἐνόσῳ [[εἶναι]] [[θερμός]], Ἀνθ. Π. 10. 20. 4) συγκροτῶ, συγκρούων κροτῶ, χαλκώματα Πλουτ. 2. 944Β· [[ὡσαύτως]], κρ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις, [[ἐγείρω]] κρότον ἢ θόρυβον δι’ αὐτῶν [[ὅπως]] συνάξω [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κ. κυμβάλοις Λουκ. Ἀλέξ. 9· καὶ σατυρικῶς, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσ’ Εὐριπίδου Ἀριστοφ. Βάτρ. 1306, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 5) πλήττω τὴν κρόκην διὰ τῆς κερκίδος ἐν τῷ ὑφαίνειν, σινδόνες [[λίαν]] κεκροτημέναι, πυκνῶς ὑφασμέναι, «κρουσταί», Στράβ. 717.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κροτήσω, <i>ao.</i> ἐκρότησα, <i>pf.</i> κεκρότηκα;<br /><b>I.</b> faire retentir, faire résonner : ὄχεα κροτέοντες IL faisant résonner les chars;<br /><b>II.</b> frapper :<br /><b>1</b> frapper, heurter : λέβητας HDT des chaudrons ; κροτεῖν τινα, frapper qqn;<br /><b>2</b> frapper sur un instrument : χαλκώματα PLUT frapper des cymbales d'airain ; faire du bruit avec un instrument ; κροτεῖν κυμβάλοις LUC faire résonner des cymbales;<br /><b>3</b> frapper avec un marteau de forgeron ; forger, battre, marteler, écrouir (un métal) : κεκρότηται χρυσέα [[κρηπίς]] PIND (PLUT) la base est fabriquée en or;<br /><b>4</b> frapper l'un contre l'autre, heurter, choquer : κροτεῖν [[τὰς]] χεῖρας HDT, [[τῶ]] χεῖρε XÉN battre des mains ; <i>abs.</i> κρ. applaudir ; <i>qqf en mauv. part</i> battre des mains en signe de désapprobation.<br />'''Étymologie:''' DELG v.norr. hratt « frapper ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth