Anonymous

κροτέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κροτήσω, <i>ao.</i> ἐκρότησα, <i>pf.</i> κεκρότηκα;<br /><b>I.</b> faire retentir, faire résonner : ὄχεα κροτέοντες IL faisant résonner les chars;<br /><b>II.</b> frapper :<br /><b>1</b> frapper, heurter : λέβητας HDT des chaudrons ; κροτεῖν τινα, frapper qqn;<br /><b>2</b> frapper sur un instrument : χαλκώματα PLUT frapper des cymbales d'airain ; faire du bruit avec un instrument ; κροτεῖν κυμβάλοις LUC faire résonner des cymbales;<br /><b>3</b> frapper avec un marteau de forgeron ; forger, battre, marteler, écrouir (un métal) : κεκρότηται χρυσέα [[κρηπίς]] PIND (PLUT) la base est fabriquée en or;<br /><b>4</b> frapper l'un contre l'autre, heurter, choquer : κροτεῖν [[τὰς]] χεῖρας HDT, [[τῶ]] χεῖρε XÉN battre des mains ; <i>abs.</i> κρ. applaudir ; <i>qqf en mauv. part</i> battre des mains en signe de désapprobation.<br />'''Étymologie:''' DELG v.norr. hratt « frapper ».
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κροτήσω, <i>ao.</i> ἐκρότησα, <i>pf.</i> κεκρότηκα;<br /><b>I.</b> faire retentir, faire résonner : ὄχεα κροτέοντες IL faisant résonner les chars;<br /><b>II.</b> frapper :<br /><b>1</b> frapper, heurter : λέβητας HDT des chaudrons ; κροτεῖν τινα, frapper qqn;<br /><b>2</b> frapper sur un instrument : χαλκώματα PLUT frapper des cymbales d'airain ; faire du bruit avec un instrument ; κροτεῖν κυμβάλοις LUC faire résonner des cymbales;<br /><b>3</b> frapper avec un marteau de forgeron ; forger, battre, marteler, écrouir (un métal) : κεκρότηται χρυσέα [[κρηπίς]] PIND (PLUT) la base est fabriquée en or;<br /><b>4</b> frapper l'un contre l'autre, heurter, choquer : κροτεῖν [[τὰς]] χεῖρας HDT, [[τῶ]] χεῖρε XÉN battre des mains ; <i>abs.</i> κρ. applaudir ; <i>qqf en mauv. part</i> battre des mains en signe de désapprobation.<br />'''Étymologie:''' DELG v.norr. hratt « frapper ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κροτέω''': [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[κορτέω]] μνημονεύεται ὑπὸ Ἡσύχ., [[ὅθεν]] ἀνακορτήσασα (ἀντὶ ἀνακροτ-) διορθοῦται ὑπὸ τοῦ Meineke ἔν τινι ἑξαμέτρῳ παρὰ Διογενιαν. 3. 97· ([[κρότος]]). Κάμνω νὰ κροτῇ τι, ἐπὶ ἵππων, ὄχεα κροτέοντες, σύροντες αὐτὰ μετὰ κρότου, Ἰλ. Ο. 453, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 234· πρβλ. [[κροταλίζω]] Ι. ΙΙ. κτυπῶ, πλήττω, [[κρούω]], λέβητας Ἡρόδ. 6. 58· γῆν θύρσῳ Εὐρ. Βάκχ. 188· τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευρὰς Δημ. 1259. 22· τινα Πλούτ. 2. 10D. ― Παθ., πλήττομαι ὑπὸ βροχῆς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17. 2) κτυπῶ τὰς χεῖράς μου εἰς [[σημεῖον]] ἐπικροτήσεως, κροτεῖν τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, κροτεῖν τὰς χεῖρας, χειροκροτεῖν, Ἡρόδ. 2. 60, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· ἀπολ., κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9, 4, Δημ. 586. 21, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., κρ. τινα Διογ. Λ. 7. 173. ― Παθ., ἐπικροτοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], Ἀριστ. Ποιητ. 18, 12, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, κτλ.· παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια, ἐπαινοῦνται, Ἀθήν. 182Α. β) [[ὡσαύτως]] εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, Πλούτ. 2. 533Α· ἴδε [[κρότος]] 2. β. 3) ἐπὶ χαλκέως, σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ, ὡς τὸ [[συγκροτέω]], Λουκ. Λεξιφ. 9· ― μεταφ., κρ. λόγους Πλάτ. Ἀξ. 369Β· καὶ ἐν τῷ παθ., πλήττομαι, σφυρηλατοῦμαι, κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς Πινδ. Ἀποσπ. 206, πρβλ. Λυκόφρ. 888· καὶ μεταφ. (ὡς τὸ [[κρότημα]]), ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος, ἐσφυρηλατημένος, [[ὅλος]] [[ἀπάτη]], Θεόκρ. 15. 49· εὐθὺς τὸ [[πρᾶγμα]] κροτείσθω, ὡς τό: νὰ σφυρηλατῆται ὁ [[σίδηρος]] ἐνόσῳ [[εἶναι]] [[θερμός]], Ἀνθ. Π. 10. 20. 4) συγκροτῶ, συγκρούων κροτῶ, χαλκώματα Πλουτ. 2. 944Β· [[ὡσαύτως]], κρ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις, [[ἐγείρω]] κρότον ἢ θόρυβον δι’ αὐτῶν [[ὅπως]] συνάξω [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κ. κυμβάλοις Λουκ. Ἀλέξ. 9· καὶ σατυρικῶς, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσ’ Εὐριπίδου Ἀριστοφ. Βάτρ. 1306, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 5) πλήττω τὴν κρόκην διὰ τῆς κερκίδος ἐν τῷ ὑφαίνειν, σινδόνες [[λίαν]] κεκροτημέναι, πυκνῶς ὑφασμέναι, «κρουσταί», Στράβ. 717.
|elnltext=κροτέω [κρότος] laten klepperen, laten ratelen:; κείν’ ὄχεα κροτέοντες terwijl zij lege wagens lieten ratelen Il. 15.453; klepperen met:; ἡ τοῖς ὀστράκοις αὕτη κροτοῦσα het meisje daar dat met potscherven rammelt Aristoph. Ran. 1306; in de handen klappen, abs.; met acc. of dat.: κ. τὰς χεῖρας in de handen klappen Hdt. 2.60.1; κ. ταῖς χερσί applaudisseren Thphr. Char. 19.10. hard slaan:; θύρσῳ κροτῶν γῆν met de thyrsυsstaf de aarde slaand Eur. Ba. 188; hameren; overdr. tot een geheel smeden:. ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες bedriegers in hart en nieren Theocr. Id. 15.49; λῆρόν τινα ἐκροτοῦν ik zat een dingetje in elkaar te zetten Luc. 46.9.
}}
{{elru
|elrutext='''κροτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с грохотом мчать]] (κείν᾽ ὄχεα Hom., HH);<br /><b class="num">2)</b> [[бить]], [[ударять]] (γῆν θύρσῳ Eur.): κ. χαλκώματα Plut. или κ. κυμβάλοις Luc. бить в кимвалы; κ. τινα Plut. бить кого-л. (ср. 3);<br /><b class="num">3)</b> (тж. κ. τὼ χεῖρε Xen. и κ. τὰς χεῖρας Her.) рукоплескать Xen., Plat. etc.: κ. τινα Diog. L. рукоплескать кому-л. (ср. 2); pass. получать аплодисменты Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">4)</b> [[стучать]], [[трещать]] (ὀστράκοις καὶ ψήφοις Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[ковать]], [[выковывать]]: κεκρότηται χρυσέα [[κρηπίς]] Pind. ap. Plut. основа (поэзии) выкована из золота;<br /><b class="num">6)</b> перен. [[выковывать]], [[делать]]: ἐξ ἀπάτας κεκροταμένοι [[ἄνδρες]] Theocr. люди, выкованные из лжи, т. е. отъявленные лжецы; κ. λόγους Plat. сочинять речи; εὐθὺς τὸ [[πρῆγμα]] κροτείσθω Anth. чтобы дело было быстро сделано.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κροτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κρότος]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να κροταλίσει, λέγεται για άλογα, <i>ὄχεα κροτέοντες</i>, σέρνοντάς τα με κρότο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· κροτεῖν [[τὰς]] χεῖρας ή <i>τὼ χεῖρε</i>, [[χτυπώ]] τα χέρια, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., [[χειροκροτώ]], [[χτυπώ]] [[παλαμάκια]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για σιδηρουργό, [[σφυρηλατώ]] μαζί και [[συνενώνω]], σε Πλάτ. — Παθ., σφυρηλατούμαι· μεταφ., <i>ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος</i>, στο [[σύνολο]] του «σφυρηλατημένος» με [[απάτη]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> αμτβ., [[παράγω]] θορυβώδεις ήχους, σε Αριστ., Λουκ.
|lsmtext='''κροτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κρότος]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να κροταλίσει, λέγεται για άλογα, <i>ὄχεα κροτέοντες</i>, σέρνοντάς τα με κρότο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· κροτεῖν [[τὰς]] χεῖρας ή <i>τὼ χεῖρε</i>, [[χτυπώ]] τα χέρια, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., [[χειροκροτώ]], [[χτυπώ]] [[παλαμάκια]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για σιδηρουργό, [[σφυρηλατώ]] μαζί και [[συνενώνω]], σε Πλάτ. — Παθ., σφυρηλατούμαι· μεταφ., <i>ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος</i>, στο [[σύνολο]] του «σφυρηλατημένος» με [[απάτη]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> αμτβ., [[παράγω]] θορυβώδεις ήχους, σε Αριστ., Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κροτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с грохотом мчать]] (κείν᾽ ὄχεα Hom., HH);<br /><b class="num">2)</b> [[бить]], [[ударять]] (γῆν θύρσῳ Eur.): κ. χαλκώματα Plut. или κ. κυμβάλοις Luc. бить в кимвалы; κ. τινα Plut. бить кого-л. (ср. 3);<br /><b class="num">3)</b> (тж. κ. τὼ χεῖρε Xen. и κ. τὰς χεῖρας Her.) рукоплескать Xen., Plat. etc.: κ. τινα Diog. L. рукоплескать кому-л. (ср. 2); pass. получать аплодисменты Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">4)</b> [[стучать]], [[трещать]] (ὀστράκοις καὶ ψήφοις Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[ковать]], [[выковывать]]: κεκρότηται χρυσέα [[κρηπίς]] Pind. ap. Plut. основа (поэзии) выкована из золота;<br /><b class="num">6)</b> перен. [[выковывать]], [[делать]]: ἐξ ἀπάτας κεκροταμένοι [[ἄνδρες]] Theocr. люди, выкованные из лжи, т. е. отъявленные лжецы; κ. λόγους Plat. сочинять речи; εὐθὺς τὸ [[πρῆγμα]] κροτείσθω Anth. чтобы дело было быстро сделано.
|lstext='''κροτέω''': [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[κορτέω]] μνημονεύεται ὑπὸ Ἡσύχ., [[ὅθεν]] ἀνακορτήσασα (ἀντὶ ἀνακροτ-) διορθοῦται ὑπὸ τοῦ Meineke ἔν τινι ἑξαμέτρῳ παρὰ Διογενιαν. 3. 97· ([[κρότος]]). Κάμνω νὰ κροτῇ τι, ἐπὶ ἵππων, ὄχεα κροτέοντες, σύροντες αὐτὰ μετὰ κρότου, Ἰλ. Ο. 453, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 234· πρβλ. [[κροταλίζω]] Ι. ΙΙ. κτυπῶ, πλήττω, [[κρούω]], λέβητας Ἡρόδ. 6. 58· γῆν θύρσῳ Εὐρ. Βάκχ. 188· τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευρὰς Δημ. 1259. 22· τινα Πλούτ. 2. 10D. ― Παθ., πλήττομαι ὑπὸ βροχῆς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17. 2) κτυπῶ τὰς χεῖράς μου εἰς [[σημεῖον]] ἐπικροτήσεως, κροτεῖν τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, κροτεῖν τὰς χεῖρας, χειροκροτεῖν, Ἡρόδ. 2. 60, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· ἀπολ., κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9, 4, Δημ. 586. 21, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., κρ. τινα Διογ. Λ. 7. 173. ― Παθ., ἐπικροτοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], Ἀριστ. Ποιητ. 18, 12, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, κτλ.· παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια, ἐπαινοῦνται, Ἀθήν. 182Α. β) [[ὡσαύτως]] εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, Πλούτ. 2. 533Α· ἴδε [[κρότος]] 2. β. 3) ἐπὶ χαλκέως, σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ, ὡς τὸ [[συγκροτέω]], Λουκ. Λεξιφ. 9· ― μεταφ., κρ. λόγους Πλάτ. Ἀξ. 369Β· καὶ ἐν τῷ παθ., πλήττομαι, σφυρηλατοῦμαι, κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς Πινδ. Ἀποσπ. 206, πρβλ. Λυκόφρ. 888· καὶ μεταφ. (ὡς τὸ [[κρότημα]]), ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος, ἐσφυρηλατημένος, [[ὅλος]] [[ἀπάτη]], Θεόκρ. 15. 49· εὐθὺς τὸ [[πρᾶγμα]] κροτείσθω, ὡς τό: νὰ σφυρηλατῆται ὁ [[σίδηρος]] ἐνόσῳ [[εἶναι]] [[θερμός]], Ἀνθ. Π. 10. 20. 4) συγκροτῶ, συγκρούων κροτῶ, χαλκώματα Πλουτ. 2. 944Β· [[ὡσαύτως]], κρ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις, [[ἐγείρω]] κρότον ἢ θόρυβον δι’ αὐτῶν [[ὅπως]] συνάξω [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κ. κυμβάλοις Λουκ. Ἀλέξ. 9· καὶ σατυρικῶς, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσ’ Εὐριπίδου Ἀριστοφ. Βάτρ. 1306, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 5) πλήττω τὴν κρόκην διὰ τῆς κερκίδος ἐν τῷ ὑφαίνειν, σινδόνες [[λίαν]] κεκροτημέναι, πυκνῶς ὑφασμέναι, «κρουσταί», Στράβ. 717.
}}
{{elnl
|elnltext=κροτέω [κρότος] laten klepperen, laten ratelen:; κείν’ ὄχεα κροτέοντες terwijl zij lege wagens lieten ratelen Il. 15.453; klepperen met:; ἡ τοῖς ὀστράκοις αὕτη κροτοῦσα het meisje daar dat met potscherven rammelt Aristoph. Ran. 1306; in de handen klappen, abs.; met acc. of dat.: κ. τὰς χεῖρας in de handen klappen Hdt. 2.60.1; κ. ταῖς χερσί applaudisseren Thphr. Char. 19.10. hard slaan:; θύρσῳ κροτῶν γῆν met de thyrsυsstaf de aarde slaand Eur. Ba. 188; hameren; overdr. tot een geheel smeden:. ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες bedriegers in hart en nieren Theocr. Id. 15.49; λῆρόν τινα ἐκροτοῦν ik zat een dingetje in elkaar te zetten Luc. 46.9.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρότος]]<br /><b class="num">I.</b> to make to [[rattle]], of horses, ὄχεα κροτέοντες rattling them [[along]], Il.<br /><b class="num">II.</b> to [[knock]], [[strike]], [[smite]], Hdt., Eur.; κροτεῖν τὰς χεῖρας or τὼ χεῖρε to [[clap]] the hands, Hdt., Xen.: absol. to [[clap]], [[applaud]], Xen., etc.<br /><b class="num">2.</b> of a [[smith]], to [[hammer]] or [[weld]] [[together]], Plat.:—Pass. to be [[wrought]] by the [[hammer]]; metaph., ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος one [[mass]] of [[trickery]], Theocr.<br /><b class="num">III.</b> intr. to make a rattling [[noise]], Arist., Luc.
|mdlsjtxt=[[κρότος]]<br /><b class="num">I.</b> to make to [[rattle]], of horses, ὄχεα κροτέοντες rattling them [[along]], Il.<br /><b class="num">II.</b> to [[knock]], [[strike]], [[smite]], Hdt., Eur.; κροτεῖν τὰς χεῖρας or τὼ χεῖρε to [[clap]] the hands, Hdt., Xen.: absol. to [[clap]], [[applaud]], Xen., etc.<br /><b class="num">2.</b> of a [[smith]], to [[hammer]] or [[weld]] [[together]], Plat.:—Pass. to be [[wrought]] by the [[hammer]]; metaph., ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος one [[mass]] of [[trickery]], Theocr.<br /><b class="num">III.</b> intr. to make a rattling [[noise]], Arist., Luc.
}}
}}