3,277,220
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1541.png Seite 1541]] heulen, schreien, [[wehklagen]]; ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il. 19, 284, vgl. Od. 8, 527; [[μάλα]] μέγα Il. 22, 407; καὶ [[κλαίω]] Od. 19, 541, öfter; c. accus., [[beweinen]], [[εἶμι]] κἀν δόμοισι κωκύσουσ' ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῖραν Aesch. Ag. 1286; τοῦτον [[μήτε]] κτερίζειν [[μήτε]] κωκῦσαί τινα Soph. Ant. 204, vgl. 1288; Ar. μακρὰ κωκύσεσθε, Lys. 1222; Ran. 34; sp. D., ὀξὺ κωκύουσα Bion. 1, 23; auch in späterer Prosa, Luc. D. Mort. 10, 12 Tex. 15, Plut. – [Υ im praes. u. impf. bei Hom. kurz, wird erst Ar. Lys. 648 in κωκύοι, Alc. Hess. 19 (VII, 412) in κωκύεται, Bion. 1, 23 in κωκύουσα, und zuweilen bei Qu. Sm. lang; vgl. Spitzner vers. her. p. 256.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1541.png Seite 1541]] heulen, schreien, [[wehklagen]]; ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il. 19, 284, vgl. Od. 8, 527; [[μάλα]] μέγα Il. 22, 407; καὶ [[κλαίω]] Od. 19, 541, öfter; c. accus., [[beweinen]], [[εἶμι]] κἀν δόμοισι κωκύσουσ' ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῖραν Aesch. Ag. 1286; τοῦτον [[μήτε]] κτερίζειν [[μήτε]] κωκῦσαί τινα Soph. Ant. 204, vgl. 1288; Ar. μακρὰ κωκύσεσθε, Lys. 1222; Ran. 34; sp. D., ὀξὺ κωκύουσα Bion. 1, 23; auch in späterer Prosa, Luc. D. Mort. 10, 12 Tex. 15, Plut. – [Υ im praes. u. impf. bei Hom. kurz, wird erst Ar. Lys. 648 in κωκύοι, Alc. Hess. 19 (VII, 412) in κωκύεται, Bion. 1, 23 in κωκύουσα, und zuweilen bei Qu. Sm. lang; vgl. Spitzner vers. her. p. 256.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> κωκύσω <i>et</i> κωκύσομαι, <i>ao.</i> ἐκώκυσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> pousser des cris de douleur, se lamenter;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> pleurer sur, se lamenter sur, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, crier. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωκύω''': ἴδε ἐν τέλ., μέλλ. -ύσω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1313, -ύσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 1222· ἀόρ. ἐκώκῡσα, Ἐπικ. κώκυσα Ὅμ., Σοφ. ― Μέσ., Ἀνθ. Π. 7. 412. (Πιθ. [[τύπος]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ, πρβλ. Σανσκρ. kû (kâuti) [[κράζω]], μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ kôkuyatê.) Κραυγάζω μετ’ ὀδύνης, θρηνῶ, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Τραγ., ἀείποτε ἐπὶ γυναικῶν, ὡς Ἰλ. Σ. 37, Ὀδ. Β. 361, κτλ.· κλαῖον καὶ ἐκώκῠον Τ. 541· [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιρρ., λίγ’ ἐκώκῠε Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Δ. 259, κτλ.· ὀξὺ δὲ κωκύσασα (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρὺ στενάχων, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός), Ἰλ. Σ. 71· κώκῡσεν δὲ [[μάλα]] μέγα Χ. 407· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Πλούτ. 2. 357C, κτλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· οὕτω καὶ ὁ Ἀριστοφ., ὡς [[κατάρα]], μακρὰ κωκύειν [[κελεύω]] σε Βάτρ. 34· οἰμώζοι γ’ ἂν καὶ κωκύοι Ἐκκλ. 648. 2) μετ’ αἰτ., θρηνῶ μετὰ [[μεγάλης]] φωνῆς, «ξεφωνίζω» [[ἐπάνω]] εἰς νεκρόν, [[ὡσαύτως]] [[κυρίως]] ἐπὶ γυναικῶν, κώκυσ’ ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν Ὀδ. Ω. 295· ἐμὴν μοῖραν κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1314. πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 28. 204, 1302· ― κωμικῶς ἐπὶ ἀνδρῶν κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 1222. ― [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 12, κτλ. ῠ παρ’ Ὁμ. πρὸ φωνήεντος, ῡ πρὸ συμφώνου, ἴδε τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα· ἀκολούθως ῡ [[ἐνίοτε]] πρὸ φωνήετος, κωκῡ΄οι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· κωκῡ΄ουσα Βίων 1. 23, Κόϊντ. Σμ.· κωκῡ΄εσκε [[αὐτόθι]] 3. 460. | |lstext='''κωκύω''': ἴδε ἐν τέλ., μέλλ. -ύσω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1313, -ύσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 1222· ἀόρ. ἐκώκῡσα, Ἐπικ. κώκυσα Ὅμ., Σοφ. ― Μέσ., Ἀνθ. Π. 7. 412. (Πιθ. [[τύπος]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ, πρβλ. Σανσκρ. kû (kâuti) [[κράζω]], μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ kôkuyatê.) Κραυγάζω μετ’ ὀδύνης, θρηνῶ, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Τραγ., ἀείποτε ἐπὶ γυναικῶν, ὡς Ἰλ. Σ. 37, Ὀδ. Β. 361, κτλ.· κλαῖον καὶ ἐκώκῠον Τ. 541· [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιρρ., λίγ’ ἐκώκῠε Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Δ. 259, κτλ.· ὀξὺ δὲ κωκύσασα (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρὺ στενάχων, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός), Ἰλ. Σ. 71· κώκῡσεν δὲ [[μάλα]] μέγα Χ. 407· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Πλούτ. 2. 357C, κτλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· οὕτω καὶ ὁ Ἀριστοφ., ὡς [[κατάρα]], μακρὰ κωκύειν [[κελεύω]] σε Βάτρ. 34· οἰμώζοι γ’ ἂν καὶ κωκύοι Ἐκκλ. 648. 2) μετ’ αἰτ., θρηνῶ μετὰ [[μεγάλης]] φωνῆς, «ξεφωνίζω» [[ἐπάνω]] εἰς νεκρόν, [[ὡσαύτως]] [[κυρίως]] ἐπὶ γυναικῶν, κώκυσ’ ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν Ὀδ. Ω. 295· ἐμὴν μοῖραν κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1314. πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 28. 204, 1302· ― κωμικῶς ἐπὶ ἀνδρῶν κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 1222. ― [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 12, κτλ. ῠ παρ’ Ὁμ. πρὸ φωνήεντος, ῡ πρὸ συμφώνου, ἴδε τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα· ἀκολούθως ῡ [[ἐνίοτε]] πρὸ φωνήετος, κωκῡ΄οι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· κωκῡ΄ουσα Βίων 1. 23, Κόϊντ. Σμ.· κωκῡ΄εσκε [[αὐτόθι]] 3. 460. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |