Anonymous

κωκύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> κωκύσω <i>et</i> κωκύσομαι, <i>ao.</i> ἐκώκυσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> pousser des cris de douleur, se lamenter;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> pleurer sur, se lamenter sur, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, crier.
|btext=<i>f.</i> κωκύσω <i>et</i> κωκύσομαι, <i>ao.</i> ἐκώκυσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> pousser des cris de douleur, se lamenter;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> pleurer sur, se lamenter sur, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, crier.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κωκύω''': ἴδε ἐν τέλ., μέλλ. -ύσω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1313, -ύσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 1222· ἀόρ. ἐκώκῡσα, Ἐπικ. κώκυσα Ὅμ., Σοφ. ― Μέσ., Ἀνθ. Π. 7. 412. (Πιθ. [[τύπος]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ, πρβλ. Σανσκρ. kû (kâuti) [[κράζω]], μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ kôkuyatê.) Κραυγάζω μετ’ ὀδύνης, θρηνῶ, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Τραγ., ἀείποτε ἐπὶ γυναικῶν, ὡς Ἰλ. Σ. 37, Ὀδ. Β. 361, κτλ.· κλαῖον καὶ ἐκώκῠον Τ. 541· [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιρρ., λίγ’ ἐκώκῠε Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Δ. 259, κτλ.· ὀξὺ δὲ κωκύσασα (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρὺ στενάχων, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός), Ἰλ. Σ. 71· κώκῡσεν δὲ [[μάλα]] μέγα Χ. 407· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Πλούτ. 2. 357C, κτλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· οὕτω καὶ ὁ Ἀριστοφ., ὡς [[κατάρα]], μακρὰ κωκύειν [[κελεύω]] σε Βάτρ. 34· οἰμώζοι γ’ ἂν καὶ κωκύοι Ἐκκλ. 648. 2) μετ’ αἰτ., θρηνῶ μετὰ [[μεγάλης]] φωνῆς, «ξεφωνίζω» [[ἐπάνω]] εἰς νεκρόν, [[ὡσαύτως]] [[κυρίως]] ἐπὶ γυναικῶν, κώκυσ’ ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν Ὀδ. Ω. 295· ἐμὴν μοῖραν κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1314. πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 28. 204, 1302· ― κωμικῶς ἐπὶ ἀνδρῶν κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 1222. ― [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 12, κτλ. ῠ παρ’ Ὁμ. πρὸ φωνήεντος, ῡ πρὸ συμφώνου, ἴδε τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα· ἀκολούθως ῡ [[ἐνίοτε]] πρὸ φωνήετος, κωκῡ΄οι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· κωκῡ΄ουσα Βίων 1. 23, Κόϊντ. Σμ.· κωκῡ΄εσκε [[αὐτόθι]] 3. 460.
|elnltext=κωκύω, ep. aor. κώκυσα, m. n. van vrouwen huilen, jammeren, ook med. om... huilen, met acc. of met περί + gen.
}}
{{elru
|elrutext='''κωκύω:''' (ῡ и ῠ) (fut. тж. κωκύσομαι)<br /><b class="num">1)</b> [[вопить]], [[рыдать]] (ἐγὼ [[κλαῖον]] καὶ ἐκώκυον Hom.): μακρὰ κ. κελεύειν τινά Arph. заставить кого-л. горько плакать, т. е. избить до полусмерти;<br /><b class="num">2)</b> [[горько оплакивать]] (ἑὸν πόσιν Hom.; ἐμὴν μοῖραν Aesch.; τοῦ Μεγαρέως [[λάχος]] Soph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κωκύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], <i>-ύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκώκῡσα</i>, Επικ. <i>κώκῡσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ουρλιάζω]], [[κραυγάζω]], [[θρηνώ]], [[οδύρομαι]], [[κυρίως]] για τις γυναίκες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[θρηνώ]] πάνω σε νεκρό, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''κωκύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], <i>-ύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκώκῡσα</i>, Επικ. <i>κώκῡσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ουρλιάζω]], [[κραυγάζω]], [[θρηνώ]], [[οδύρομαι]], [[κυρίως]] για τις γυναίκες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[θρηνώ]] πάνω σε νεκρό, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κωκύω:''' (ῡ и ῠ) (fut. тж. κωκύσομαι)<br /><b class="num">1)</b> [[вопить]], [[рыдать]] (ἐγὼ [[κλαῖον]] καὶ ἐκώκυον Hom.): μακρὰ κ. κελεύειν τινά Arph. заставить кого-л. горько плакать, т. е. избить до полусмерти;<br /><b class="num">2)</b> [[горько оплакивать]] (ἑὸν πόσιν Hom.; ἐμὴν μοῖραν Aesch.; τοῦ Μεγαρέως [[λάχος]] Soph.).
|lstext='''κωκύω''': ἴδε ἐν τέλ., μέλλ. -ύσω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1313, -ύσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 1222· ἀόρ. ἐκώκῡσα, Ἐπικ. κώκυσα Ὅμ., Σοφ. ― Μέσ., Ἀνθ. Π. 7. 412. (Πιθ. [[τύπος]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ, πρβλ. Σανσκρ. kû (kâuti) [[κράζω]], μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ kôkuyatê.) Κραυγάζω μετ’ ὀδύνης, θρηνῶ, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Τραγ., ἀείποτε ἐπὶ γυναικῶν, ὡς Ἰλ. Σ. 37, Ὀδ. Β. 361, κτλ.· κλαῖον καὶ ἐκώκῠον Τ. 541· [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιρρ., λίγ’ ἐκώκῠε Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Δ. 259, κτλ.· ὀξὺ δὲ κωκύσασα (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρὺ στενάχων, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός), Ἰλ. Σ. 71· κώκῡσεν δὲ [[μάλα]] μέγα Χ. 407· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Πλούτ. 2. 357C, κτλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· οὕτω καὶ ὁ Ἀριστοφ., ὡς [[κατάρα]], μακρὰ κωκύειν [[κελεύω]] σε Βάτρ. 34· οἰμώζοι γ’ ἂν καὶ κωκύοι Ἐκκλ. 648. 2) μετ’ αἰτ., θρηνῶ μετὰ [[μεγάλης]] φωνῆς, «ξεφωνίζω» [[ἐπάνω]] εἰς νεκρόν, [[ὡσαύτως]] [[κυρίως]] ἐπὶ γυναικῶν, κώκυσ’ ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν Ὀδ. Ω. 295· ἐμὴν μοῖραν κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1314. πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 28. 204, 1302· ― κωμικῶς ἐπὶ ἀνδρῶν κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 1222. ― [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 12, κτλ. ῠ παρ’ Ὁμ. πρὸ φωνήεντος, ῡ πρὸ συμφώνου, ἴδε τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα· ἀκολούθως ῡ [[ἐνίοτε]] πρὸ φωνήετος, κωκῡ΄οι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· κωκῡ΄ουσα Βίων 1. 23, Κόϊντ. Σμ.· κωκῡ΄εσκε [[αὐτόθι]] 3. 460.
}}
{{elnl
|elnltext=κωκύω, ep. aor. κώκυσα, m. n. van vrouwen huilen, jammeren, ook med. om... huilen, met acc. of met περί + gen.
}}
}}
{{etym
{{etym