Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κτίζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1519.png Seite 1519]] perf. κεκτικέναι D. Sic. fr. 19, aber ἔκτισμαι Eur. fr. Erechth. 17, 9; ein Land bebauen, bewohnbar machen, mit [[Ansiedlern bevölkern]]; κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il. 20, 216; χώρην, νῆσον, Her. 1, 149. 4, 178; – bes. eine [[Stadt gründen]]; οἳ πρῶτοι Θήβης [[ἕδος]] ἔκτισαν Od. 11, 262; πόλιν ἔκτισσεν Pind. P. 1, 62; ἀποικίαν Aesch. Prom. 817; πόλιν Her. 1, 168; Thuc. 1, 7; Plat. Prot. 322 b; Isocr. 4, 35; Folgde; – auch βωμὸν θεᾷ, Pind. Ol. 7, 42; – übh. gründen, [[einrichten]], ἄλσεα P. 5, 89, ἑορτὰν καὶ τεθμὸν ἀέθλων Ol. 6, 69; τάφον τινί Soph. Ant. 1088, ἵπποισι τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς, d. i. er erfand ihn, O. C. 719; – bei den Tragg., bes. Aesch. auch = [[hervorbringen]], machen; παῖδα, τὸν [[αὐτός]] ποτ' ἔκτισεν γόνῳ, das Kind, das er selbst erzeugt, Aesch. Suppl. 163, vgl. 1053; οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν κτιζοίατο Ch. 477; ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει 1056, wird dich von diesem Leide befreien, u. öfter; καὶ ταῦτ' ἔτλη χεὶρ γυναικεία κτίσαι, dies auszuführen, dies zu thun, Soph. Tr. 894; ποτανὰν εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι Eur. Suppl. 620. – S. [[κτίλος]] u. [[κτίμενος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1519.png Seite 1519]] perf. κεκτικέναι D. Sic. fr. 19, aber ἔκτισμαι Eur. fr. Erechth. 17, 9; ein Land bebauen, bewohnbar machen, mit [[Ansiedlern bevölkern]]; κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il. 20, 216; χώρην, νῆσον, Her. 1, 149. 4, 178; – bes. eine [[Stadt gründen]]; οἳ πρῶτοι Θήβης [[ἕδος]] ἔκτισαν Od. 11, 262; πόλιν ἔκτισσεν Pind. P. 1, 62; ἀποικίαν Aesch. Prom. 817; πόλιν Her. 1, 168; Thuc. 1, 7; Plat. Prot. 322 b; Isocr. 4, 35; Folgde; – auch βωμὸν θεᾷ, Pind. Ol. 7, 42; – übh. gründen, [[einrichten]], ἄλσεα P. 5, 89, ἑορτὰν καὶ τεθμὸν ἀέθλων Ol. 6, 69; τάφον τινί Soph. Ant. 1088, ἵπποισι τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς, d. i. er erfand ihn, O. C. 719; – bei den Tragg., bes. Aesch. auch = [[hervorbringen]], machen; παῖδα, τὸν [[αὐτός]] ποτ' ἔκτισεν γόνῳ, das Kind, das er selbst erzeugt, Aesch. Suppl. 163, vgl. 1053; οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν κτιζοίατο Ch. 477; ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει 1056, wird dich von diesem Leide befreien, u. öfter; καὶ ταῦτ' ἔτλη χεὶρ γυναικεία κτίσαι, dies auszuführen, dies zu thun, Soph. Tr. 894; ποτανὰν εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι Eur. Suppl. 620. – S. [[κτίλος]] u. [[κτίμενος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κτίσω, <i>ao.</i> [[ἔκτισα]], <i>pf.</i> κέκτικα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐκτίσθην, <i>pf.</i> [[ἔκτισμαι]];<br /><b>1</b> bâtir (des maisons, des villes) ; asseoir des constructions : Δαρδανίην IL, χώρην HDT en Dardanie, dans un pays;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> fonder <i>en gén.</i> : κτίζειν πόλιν HDT bâtir une ville ; Θήβης [[ἕδος]] OD jeter les fondements de Thèbes ; ἀποικίαν ESCHL fonder une colonie ; τάφον τινί SOPH élever un tombeau à qqn;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> fonder, instituer : ἵπποισιν τὸν χαλινόν SOPH inventer le frein pour les chevaux ; avec un part. : Κύρνον κτίζειν ἥρων ἐόντα HDT instituer le culte de Kyrnos comme héros;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> créer, produire : γόνῳ τινά ESCHL donner le jour à qqn ; ἐλεύθερόν τινα πημάτων ESCHL délivrer qqn de ses souffrances;<br /><b>5</b> accomplir, faire <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Κτι, <i>skr.</i> Kshi « établir ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κτίζω''': μέλλ. -ίσω, Αἰσχύλ. Χο. 1060: ἀόρ. ἔκτῐσα, Ὀδ., Ἀττ., Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ἔκτισσα, κτίσσα Ἰλ., Πίνδ.· πρκμ. κέκτῐκα Διοδ. Ἀποσπ. 7. 3 Bekk., [[ἀλλά]], ἔκτικα ὁ αὐτ. 15. 13 ― Μέσ., ποιητ. ἀόρ. ἐκτίσσαντο Πινδ. Ο. 11 (10). 31, πρβλ. Ἀποσπ. 4. 4. ― Παθ., μέλλ. κτισθήσομαι Χρηστομ. Στράβ. 4. 483 Κραμῆρ., Διον. Ἁλ. 1. 56· ἀόρ. ἐκτίσθην Θουκ., κτλ. ·πρκμ. ἔκτισμαι Ἡρόδ. 4. 46, Ἱππ. 810C, Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 9. (Ἐκ τῆς √ΚΤΙ, πρβλ. [[ἀμφί]]-κτίονες, περικτίονες, εὐκτίμενος· [[ὡσαύτως]] Σανσκρ. kshi, kshi-yâmi (habito), kshi-tis (habitatio)· [[ἴσως]] τὸ [[κτάομαι]] [[εἶναι]] συγγενές, ἴδε Κουρτ. Gr. Et. ἀρ. 78). Συνοικίζω χώραν, οἰκοδομῶ οἰκίας καὶ πόλεις ἐν αὐτῇ, [[ἐγκαθίστημι]] οἰκήτορας, κτίσσε δὲ Δαρδανίην Ἰλ. Υ. 216· κτ. χώρην, νῆσον Ἡρόδ. 1. 149., 3. 49, πρβλ. Θουκ. 1. 7. 2) ἐπὶ πόλεως, ὡς καὶ νῦν, [[κτίζω]], [[ἱδρύω]], θεμελιώνω, οἰκοδομῶ, [[ἀνεγείρω]], Θήβης [[ἕδος]] ἔκτισαν Ὀδ. Λ. 263, Ἡρόδ. 1. 167, 168, Θουκ. 6. 4· ἀποικίαν Αἰσχύλ. Πρ. 815. ― Παθ., ἱδρύομαι, κτίζομαι, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν, ἱδρυθεῖσαν ὑπὸ μετοίκων ἐκ Κολοφῶνος, Ἡρόδ. 1. 16, πρβλ. 7. 153., 8. 62· [[μήτε]] ἄστεα [[μήτε]] τείχεα ἐκτισμένα ὁ αὐτ. 4. 46. 3) κτ. [[ἄλσος]], φυτεύειν [[ἄλσος]], Πινδ. Π. 5. 120· κτ. βωμόν, ἱδρύειν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 74· κτ. ἑορτήν, ἀγῶνα, [[ἱδρύω]], [[αὐτόθι]] 116., 10 (11). 32 (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ)· τὸν Κύρνον... κτίσαι ἥρωα ἐόντα, πιθ., ἵδρυσε, καθιέρωσε τὴν λατρείαν [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 1. 167· κτ. δαῖτάς τινι Αἰσχύλ. Χο. 484· τάφον τινὶ Σοφ. Ἀντ. 1101. 4) [[παράγω]], δημιουργῶ, [[φέρω]] εἰς ὕπαρξιν, κτ. γόνῳ τινὰ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 171· [[φέρω]], [[ἐπιφέρω]], τελευτὴν [[αὐτόθι]] 140, πρβλ. Χο. 441· ἐπὶ ζωγραφίας, πρῶτος [[παριστάνω]], Ἐμπεδ. 139· ἵπποισι τόν... χαλινὸν κτίσας, ἐφευρών, Σοφ. Ο. Κ. 715. 5) [[κάμνω]] τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ἐλεύθερον κτ. τινα Αἰσχύλ. Χο. 1060· ἔνθεον φρένα κτίσας ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 17, πρβλ. 714· ποτανὰν εἴ μέ τις θεῶν κτίσαι Εὐρ. Ἱκέτ. 621· ἴδε Blomf. Pers. 294 (289). 6) ἐκτελῶ [[ἔργον]] τι, Σοφ. Τρ. 898.
|lstext='''κτίζω''': μέλλ. -ίσω, Αἰσχύλ. Χο. 1060: ἀόρ. ἔκτῐσα, Ὀδ., Ἀττ., Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ἔκτισσα, κτίσσα Ἰλ., Πίνδ.· πρκμ. κέκτῐκα Διοδ. Ἀποσπ. 7. 3 Bekk., [[ἀλλά]], ἔκτικα ὁ αὐτ. 15. 13 ― Μέσ., ποιητ. ἀόρ. ἐκτίσσαντο Πινδ. Ο. 11 (10). 31, πρβλ. Ἀποσπ. 4. 4. ― Παθ., μέλλ. κτισθήσομαι Χρηστομ. Στράβ. 4. 483 Κραμῆρ., Διον. Ἁλ. 1. 56· ἀόρ. ἐκτίσθην Θουκ., κτλ. ·πρκμ. ἔκτισμαι Ἡρόδ. 4. 46, Ἱππ. 810C, Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 9. (Ἐκ τῆς √ΚΤΙ, πρβλ. [[ἀμφί]]-κτίονες, περικτίονες, εὐκτίμενος· [[ὡσαύτως]] Σανσκρ. kshi, kshi-yâmi (habito), kshi-tis (habitatio)· [[ἴσως]] τὸ [[κτάομαι]] [[εἶναι]] συγγενές, ἴδε Κουρτ. Gr. Et. ἀρ. 78). Συνοικίζω χώραν, οἰκοδομῶ οἰκίας καὶ πόλεις ἐν αὐτῇ, [[ἐγκαθίστημι]] οἰκήτορας, κτίσσε δὲ Δαρδανίην Ἰλ. Υ. 216· κτ. χώρην, νῆσον Ἡρόδ. 1. 149., 3. 49, πρβλ. Θουκ. 1. 7. 2) ἐπὶ πόλεως, ὡς καὶ νῦν, [[κτίζω]], [[ἱδρύω]], θεμελιώνω, οἰκοδομῶ, [[ἀνεγείρω]], Θήβης [[ἕδος]] ἔκτισαν Ὀδ. Λ. 263, Ἡρόδ. 1. 167, 168, Θουκ. 6. 4· ἀποικίαν Αἰσχύλ. Πρ. 815. ― Παθ., ἱδρύομαι, κτίζομαι, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν, ἱδρυθεῖσαν ὑπὸ μετοίκων ἐκ Κολοφῶνος, Ἡρόδ. 1. 16, πρβλ. 7. 153., 8. 62· [[μήτε]] ἄστεα [[μήτε]] τείχεα ἐκτισμένα ὁ αὐτ. 4. 46. 3) κτ. [[ἄλσος]], φυτεύειν [[ἄλσος]], Πινδ. Π. 5. 120· κτ. βωμόν, ἱδρύειν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 74· κτ. ἑορτήν, ἀγῶνα, [[ἱδρύω]], [[αὐτόθι]] 116., 10 (11). 32 (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ)· τὸν Κύρνον... κτίσαι ἥρωα ἐόντα, πιθ., ἵδρυσε, καθιέρωσε τὴν λατρείαν [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 1. 167· κτ. δαῖτάς τινι Αἰσχύλ. Χο. 484· τάφον τινὶ Σοφ. Ἀντ. 1101. 4) [[παράγω]], δημιουργῶ, [[φέρω]] εἰς ὕπαρξιν, κτ. γόνῳ τινὰ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 171· [[φέρω]], [[ἐπιφέρω]], τελευτὴν [[αὐτόθι]] 140, πρβλ. Χο. 441· ἐπὶ ζωγραφίας, πρῶτος [[παριστάνω]], Ἐμπεδ. 139· ἵπποισι τόν... χαλινὸν κτίσας, ἐφευρών, Σοφ. Ο. Κ. 715. 5) [[κάμνω]] τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ἐλεύθερον κτ. τινα Αἰσχύλ. Χο. 1060· ἔνθεον φρένα κτίσας ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 17, πρβλ. 714· ποτανὰν εἴ μέ τις θεῶν κτίσαι Εὐρ. Ἱκέτ. 621· ἴδε Blomf. Pers. 294 (289). 6) ἐκτελῶ [[ἔργον]] τι, Σοφ. Τρ. 898.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κτίσω, <i>ao.</i> [[ἔκτισα]], <i>pf.</i> κέκτικα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐκτίσθην, <i>pf.</i> [[ἔκτισμαι]];<br /><b>1</b> bâtir (des maisons, des villes) ; asseoir des constructions : Δαρδανίην IL, χώρην HDT en Dardanie, dans un pays;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> fonder <i>en gén.</i> : κτίζειν πόλιν HDT bâtir une ville ; Θήβης [[ἕδος]] OD jeter les fondements de Thèbes ; ἀποικίαν ESCHL fonder une colonie ; τάφον τινί SOPH élever un tombeau à qqn;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> fonder, instituer : ἵπποισιν τὸν χαλινόν SOPH inventer le frein pour les chevaux ; avec un part. : Κύρνον κτίζειν ἥρων ἐόντα HDT instituer le culte de Kyrnos comme héros;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> créer, produire : γόνῳ τινά ESCHL donner le jour à qqn ; ἐλεύθερόν τινα πημάτων ESCHL délivrer qqn de ses souffrances;<br /><b>5</b> accomplir, faire <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Κτι, <i>skr.</i> Kshi « établir ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth