Anonymous

λάμπω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0013.png Seite 13]] perf. λέλαμπα, λάμπεσκον, Theocr. 24, 19. 25, 141, – 1) [[leuchten]], glänzen (vgl. [[λαμπετάω]]), vom Glanze der Waffen, oft mit dem Blitz verglichen, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥςτε [[στεροπή]], Il. 10, 154. 11, 66, u. der Augen, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον, 13, 474; vom Blitze, [[λάμπων]] πυρὶ [[κεραυνός]] Ar. Nubb. 395; von der Sonne, ἔλαμψε Τ, τάν Anacr. 44, 6; [[ἥλιος]], ἠώς, Eur. Ion 83 I. A. 158; vom Feuer, ἐκ δὲ θυμάτων [[Ἥφαιστος]] οὐκ ἔλαμψεν Soph. Ant. 994, wie οὐδ' ἔτι πῦρ ἐπὶ βώμων λέλαμπεν Eur. Andr. 1025; λέλαμπεν [[Ἴλιος]] Ir. 1295; von Fackeln, πεῦκαι, Mel. 1477. – So auch im med., [[κόρυθος]] λαμπομένης, Il. 16, 71, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων, 18, 492, χαλκὸς ἐλάμπετο [[εἴκελος]] αὐγῇ, 22, 134; vgl. Hes. Sc. 60; Eur. Med. 1194 u. sp. D.; seltener in Prosa, σκηπτὸς ἔδοξε πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἐκ τούτου λάμπεσθαι πᾶσαν Xen. An. 3, 1, 11; [[λύχνος]] τῷ πυρὶ λαμπόμενος Luc. Asin. 51, wo man es auch pass. fassen kann, da Eur. das Wort auch trans. braucht, leuchten, erglänzen lassen, ὦ λάμπουσα [[πέτρα]] πυρὸς δικόρυφον [[σέλας]] Phoen. 226, δόλιον ἀστέρα λάμψας I. A. 1131, was spätere Dichter nachahmen, wie Antp. Thess. 13 (VI, 249) λάμψω [[φέγγος]]. – 2) Übertr. vom Ruhm, hervorglänzen, λάμπει [[κλέος]] Pind. Ol. 1, 23, ἀρετά I. 1, 22, wie Eur. ἁ δ' ἀρετὰ καὶ θανοῦσα λάμπει, Andr. 777; ähnlich Soph. κἀμὲ [[ἄστρον]] ἃς λάμψειν ἔτι, El. 66, παιὰν δὲ λάμπει, O. R. 187, wie [[φάμα]], 475, u. öfter von der Stimme (vgl. [[λαμπρός]]). – Von der Schönheit, Plat. Phaedr. 250 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0013.png Seite 13]] perf. λέλαμπα, λάμπεσκον, Theocr. 24, 19. 25, 141, – 1) [[leuchten]], glänzen (vgl. [[λαμπετάω]]), vom Glanze der Waffen, oft mit dem Blitz verglichen, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥςτε [[στεροπή]], Il. 10, 154. 11, 66, u. der Augen, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον, 13, 474; vom Blitze, [[λάμπων]] πυρὶ [[κεραυνός]] Ar. Nubb. 395; von der Sonne, ἔλαμψε Τ, τάν Anacr. 44, 6; [[ἥλιος]], ἠώς, Eur. Ion 83 I. A. 158; vom Feuer, ἐκ δὲ θυμάτων [[Ἥφαιστος]] οὐκ ἔλαμψεν Soph. Ant. 994, wie οὐδ' ἔτι πῦρ ἐπὶ βώμων λέλαμπεν Eur. Andr. 1025; λέλαμπεν [[Ἴλιος]] Ir. 1295; von Fackeln, πεῦκαι, Mel. 1477. – So auch im med., [[κόρυθος]] λαμπομένης, Il. 16, 71, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων, 18, 492, χαλκὸς ἐλάμπετο [[εἴκελος]] αὐγῇ, 22, 134; vgl. Hes. Sc. 60; Eur. Med. 1194 u. sp. D.; seltener in Prosa, σκηπτὸς ἔδοξε πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἐκ τούτου λάμπεσθαι πᾶσαν Xen. An. 3, 1, 11; [[λύχνος]] τῷ πυρὶ λαμπόμενος Luc. Asin. 51, wo man es auch pass. fassen kann, da Eur. das Wort auch trans. braucht, leuchten, erglänzen lassen, ὦ λάμπουσα [[πέτρα]] πυρὸς δικόρυφον [[σέλας]] Phoen. 226, δόλιον ἀστέρα λάμψας I. A. 1131, was spätere Dichter nachahmen, wie Antp. Thess. 13 (VI, 249) λάμψω [[φέγγος]]. – 2) Übertr. vom Ruhm, hervorglänzen, λάμπει [[κλέος]] Pind. Ol. 1, 23, ἀρετά I. 1, 22, wie Eur. ἁ δ' ἀρετὰ καὶ θανοῦσα λάμπει, Andr. 777; ähnlich Soph. κἀμὲ [[ἄστρον]] ἃς λάμψειν ἔτι, El. 66, παιὰν δὲ λάμπει, O. R. 187, wie [[φάμα]], 475, u. öfter von der Stimme (vgl. [[λαμπρός]]). – Von der Schönheit, Plat. Phaedr. 250 d.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λάμψω, <i>ao.</i> ἔλαμψα, <i>pf.</i> λέλαμπα, <i>au sens du prés.</i><br /><b>1</b> briller, resplendir <i>en parl. d'une pers.</i> : λάμπε δὲ χαλκῷ IL (Hector) brillait de l'éclat de ses armes d'airain ; <i>fig.</i> λάμπει [[δίκα]] ESCHL la justice resplendit;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix</i> éclater, résonner avec force : παιὰν λάμπει SOPH le péan retentit;<br /><i><b>Moy.</b></i> λάμπομαι briller, resplendir : λαμπομένης [[κόρυθος]] IL casque brillant ; τεύχεσι λαμπόμενος, resplendissant de l'éclat des armes.<br />'''Étymologie:''' R. Λαμπ, briller.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λάμπω''': Ὅμ., κτλ.· Ἰων. παρατ. λάμπεσκεν Ἐμπεδ. 225: μέλλ. -ψω Σοφ. Ἠλ. 66: ἀόρ. ἔλαμψα Ἡρόδ. 6. 82, Τραγ.: πρκμ. λέλαμπα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Εὐρ. Ἀνδρ. 1025, Τρῳ. 1295 (ἀμφότερα λυρ.)· - Μέσ., ἐνεστ. καὶ παρατ., Ὁμ., Ἀττ.: μέλλ. [[λάμψομαι]] Ἰλ. Ρ. 214, (ἐλλ-) Ἡρόδ. 1. 80. - Παθ., μέλλ. ἐλλαμφθήσομαι Πλωτῖν. 30. 3: ἀόρ. ἐλάμφθην Ἰώσηπ.· - ἐκ τῶν μεταγεν. τούτων τύπων τοῦ παθ. [[διακριτέον]] οἱ ὅμοιοι Ἰων. τύποι τοῦ [[λαμβάνω]]. (Ἐκ τῆς √ΛΑΜΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] λαμπάς, λαμπή, λαμπρός, λαμπτήρ· πρβλ. τὸ Λατ. lanterna· [[ἴσως]] καὶ Ὄ-λυμπος (Αἰολ.), καὶ τὸ Λατ. limpi-dus). Παρέχω φῶς, ἀκτινοβολῶ, εἶμαι [[λαμπρός]], [[φωτοβόλος]], ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν ὅπλων, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ’ ὥς τε στεροπὴ Ἰλ. Κ. 154, Λ. 66· λάμπε δὲ χαλκῷ, ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Μ. 463· φῶς λάμπεσκεν Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμὼ δ’ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Ἰλ. Ν. 474· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σόλων 13. 23, Εὐρ. Ἴων 83. κτλ.· ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], Σοφ. Ἀντ. 1007· [[ἄλσος]] λάμπεν ὑπαὶ θεοῦ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 71· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἢ παθ., λαμπομένης [[κόρυθος]] Ἰλ. Π. 71· λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ Ζ. 319· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Σ. 492, Ὀδ. (μόνον ἐν [[ταύτῃ]] τῇ φράσει) Υ. 48, Ψ. 290· χαλκὸς ἐλάμπετο [[εἴκελος]] αὐγῇ Χ. 134· ἐπὶ προσώπου, λαμπόμενος πυρὶ Ο. 623· τεύχεσι λ. Υ. 46· [[ὄσσε]] λαμπέσθην Ο. 608ι [[πεδίον]]... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 60, Εὐρ., κτλ. 2) ἐπὶ ἤχου, εἶμαι [[εὐκρινής]], ἠχῶ λαμπρῶς καὶ εὐκρινῶς, παιὰν δὲ λάμπει Σοφ. Ο. Τ. 186, πρβλ. 473, καὶ ἴδε λαμπρὸς Ι. 2. 3) μεταφορ., [[ἐκλάμπω]], εἶμαι [[περίφημος]], [[ἐπιφανής]], λάμπει [[κλέος]], [[ἀρετὴ]] Πινδ. Ο. 1. 36, Εὐρ. Ἀνδρ. 776· δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 774· τέκνων... νεάνιδες ἧβαι Εὐρ. Ἴων 476· [[κάλλος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 250D. 4) ἐπὶ προσώπων, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, μὲ λαμπρὸν [[πρόσωπον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 550· [[λάμπω]], δοξάζομαι, φημίζομαι, οὐδ’ εἰ Κλέων γ’ ἔλαμψε ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 62· ἐν ἄλλοις... λάμπεσκεν Θεόκρ. 24. 19, πρβλ. 25. 141. ΙΙ. μεταβ., [[φωτίζω]], [[κάμνω]] νὰ λάμπῃ, Εὐρ. Ἠλ. 1131, πρβλ. Ἴωνα 83, Φοιν. 226, Ἀνθ. Π. 249, κτλ. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητ., ἂν καὶ ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀπαντῶσι παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 3. 1, 11, Ἀπομν. 4. 7, 7, Πλάτ. Φαίδρ. 250D, Ἀριστ. καὶ τοῖς μετεγενεστ. πεζογράφοις, ὁ δὲ ἀόρ. παρ’ Ἡροδ. 6. 82, Πλουτ., κτλ.
|lstext='''λάμπω''': Ὅμ., κτλ.· Ἰων. παρατ. λάμπεσκεν Ἐμπεδ. 225: μέλλ. -ψω Σοφ. Ἠλ. 66: ἀόρ. ἔλαμψα Ἡρόδ. 6. 82, Τραγ.: πρκμ. λέλαμπα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Εὐρ. Ἀνδρ. 1025, Τρῳ. 1295 (ἀμφότερα λυρ.)· - Μέσ., ἐνεστ. καὶ παρατ., Ὁμ., Ἀττ.: μέλλ. [[λάμψομαι]] Ἰλ. Ρ. 214, (ἐλλ-) Ἡρόδ. 1. 80. - Παθ., μέλλ. ἐλλαμφθήσομαι Πλωτῖν. 30. 3: ἀόρ. ἐλάμφθην Ἰώσηπ.· - ἐκ τῶν μεταγεν. τούτων τύπων τοῦ παθ. [[διακριτέον]] οἱ ὅμοιοι Ἰων. τύποι τοῦ [[λαμβάνω]]. (Ἐκ τῆς √ΛΑΜΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] λαμπάς, λαμπή, λαμπρός, λαμπτήρ· πρβλ. τὸ Λατ. lanterna· [[ἴσως]] καὶ Ὄ-λυμπος (Αἰολ.), καὶ τὸ Λατ. limpi-dus). Παρέχω φῶς, ἀκτινοβολῶ, εἶμαι [[λαμπρός]], [[φωτοβόλος]], ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν ὅπλων, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ’ ὥς τε στεροπὴ Ἰλ. Κ. 154, Λ. 66· λάμπε δὲ χαλκῷ, ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Μ. 463· φῶς λάμπεσκεν Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμὼ δ’ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Ἰλ. Ν. 474· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σόλων 13. 23, Εὐρ. Ἴων 83. κτλ.· ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], Σοφ. Ἀντ. 1007· [[ἄλσος]] λάμπεν ὑπαὶ θεοῦ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 71· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἢ παθ., λαμπομένης [[κόρυθος]] Ἰλ. Π. 71· λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ Ζ. 319· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Σ. 492, Ὀδ. (μόνον ἐν [[ταύτῃ]] τῇ φράσει) Υ. 48, Ψ. 290· χαλκὸς ἐλάμπετο [[εἴκελος]] αὐγῇ Χ. 134· ἐπὶ προσώπου, λαμπόμενος πυρὶ Ο. 623· τεύχεσι λ. Υ. 46· [[ὄσσε]] λαμπέσθην Ο. 608ι [[πεδίον]]... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 60, Εὐρ., κτλ. 2) ἐπὶ ἤχου, εἶμαι [[εὐκρινής]], ἠχῶ λαμπρῶς καὶ εὐκρινῶς, παιὰν δὲ λάμπει Σοφ. Ο. Τ. 186, πρβλ. 473, καὶ ἴδε λαμπρὸς Ι. 2. 3) μεταφορ., [[ἐκλάμπω]], εἶμαι [[περίφημος]], [[ἐπιφανής]], λάμπει [[κλέος]], [[ἀρετὴ]] Πινδ. Ο. 1. 36, Εὐρ. Ἀνδρ. 776· δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 774· τέκνων... νεάνιδες ἧβαι Εὐρ. Ἴων 476· [[κάλλος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 250D. 4) ἐπὶ προσώπων, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, μὲ λαμπρὸν [[πρόσωπον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 550· [[λάμπω]], δοξάζομαι, φημίζομαι, οὐδ’ εἰ Κλέων γ’ ἔλαμψε ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 62· ἐν ἄλλοις... λάμπεσκεν Θεόκρ. 24. 19, πρβλ. 25. 141. ΙΙ. μεταβ., [[φωτίζω]], [[κάμνω]] νὰ λάμπῃ, Εὐρ. Ἠλ. 1131, πρβλ. Ἴωνα 83, Φοιν. 226, Ἀνθ. Π. 249, κτλ. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητ., ἂν καὶ ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀπαντῶσι παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 3. 1, 11, Ἀπομν. 4. 7, 7, Πλάτ. Φαίδρ. 250D, Ἀριστ. καὶ τοῖς μετεγενεστ. πεζογράφοις, ὁ δὲ ἀόρ. παρ’ Ἡροδ. 6. 82, Πλουτ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λάμψω, <i>ao.</i> ἔλαμψα, <i>pf.</i> λέλαμπα, <i>au sens du prés.</i><br /><b>1</b> briller, resplendir <i>en parl. d'une pers.</i> : λάμπε δὲ χαλκῷ IL (Hector) brillait de l'éclat de ses armes d'airain ; <i>fig.</i> λάμπει [[δίκα]] ESCHL la justice resplendit;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix</i> éclater, résonner avec force : παιὰν λάμπει SOPH le péan retentit;<br /><i><b>Moy.</b></i> λάμπομαι briller, resplendir : λαμπομένης [[κόρυθος]] IL casque brillant ; τεύχεσι λαμπόμενος, resplendissant de l'éclat des armes.<br />'''Étymologie:''' R. Λαμπ, briller.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth