Anonymous

λεπτύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0032.png Seite 32]] dünn, sein, mager machen, Arist. H. A. 8, 10 u. A. vom Körper; auch τὸ [[σχῆμα]] τῶν ταγμάτων, Pol. 3, 113, 8. – Pass., dünn, mager werden, τοὺς ὤμους λεπτύνονται Xen. Conv. 2, 17; ἐν τοῖς [[σφόδρα]] λελεπτυσμένοις Arist. H. A. 3, 5; λελεπτύνθαι Ath. XII, 552 e; λεπτυνθεῖσα ὕλη der πυκνωθεῖσα entgeggstzt, S. Emp. adv. phys. 2, 25. – Τροφήν, verdauen, Plut. Symp. 6, 3, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0032.png Seite 32]] dünn, sein, mager machen, Arist. H. A. 8, 10 u. A. vom Körper; auch τὸ [[σχῆμα]] τῶν ταγμάτων, Pol. 3, 113, 8. – Pass., dünn, mager werden, τοὺς ὤμους λεπτύνονται Xen. Conv. 2, 17; ἐν τοῖς [[σφόδρα]] λελεπτυσμένοις Arist. H. A. 3, 5; λελεπτύνθαι Ath. XII, 552 e; λεπτυνθεῖσα ὕλη der πυκνωθεῖσα entgeggstzt, S. Emp. adv. phys. 2, 25. – Τροφήν, verdauen, Plut. Symp. 6, 3, 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λεπτυνῶ, <i>ao.</i> ἐλέπτυνα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐλεπτύνθην, <i>pf.</i> λελέπτυσμαι &gt; <i>inf.</i> λελεπτύνθαι;<br /><b>1</b> faire maigrir ; <i>Pass.</i> maigrir;<br /><b>2</b> amincir, amoindrir, rendre ténu, faible;<br /><b>3</b> diviser en menues parcelles : τροφήν PLUT de la nourriture, <i>càd</i> la digérer.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτύνω''': [ῡ]: μέλλ. -ῠνῶ Ἑβδ., ἀόρ. ἐλέπτῡνα Ἱππ. 1164F. ― Παθ., ἀόρ. ἐλεπτύνθην ὁ αὐτ. ἐν 1254Η· πρκμ. λελέπτυσμαι ὁ αὐτ. ἐν 454, 20, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 3· ἀλλ’ ἀπαρ. λελεπτύνθαι Ἀθήν. 552Ε· ([[λεπτός]]). Κάμνω τι [[λεπτὸν]] ἢ ἰσχνόν, ἀδύνατον, ἀραιόν, αἱ ταλαιπωρίαι λ. τὰ πρόβατα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 4, πρβλ. Προβλ. 5. 14, 3, κ. ἀλλ.· λ. τὸ [[σχῆμα]] τῶν ταγμάτων Πολύβ. 3. 113, 8 (πρβλ. [[λεπτυσμός]])· φωνὴν βαρεῖαν... λεπτύνων Βάβρ. 103. 5. 2) [[χωνεύω]] τροφήν, Πλούτ. 2. 689D, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16. 3) [[ἁλωνίζω]] ἢ λικμίζω, λ. Δηοῦς καρπὸν Ἀνθ. Π. 9. 21· πρβλ. λεπτὸς Ι. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] [[λεπτός]], [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], Ἱππ. Ἀφ. 1244, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 3, κ. ἀλλ.· τοὺς ὤμους λεπτύνεσθαι Ξεν. Συμπ. 2, 17· ἐπὶ πραγμάτων, ἀραιοῦμαι, Δαμόξεν. ἐν «Συντρόφοις» 1. 28.
|lstext='''λεπτύνω''': [ῡ]: μέλλ. -ῠνῶ Ἑβδ., ἀόρ. ἐλέπτῡνα Ἱππ. 1164F. ― Παθ., ἀόρ. ἐλεπτύνθην ὁ αὐτ. ἐν 1254Η· πρκμ. λελέπτυσμαι ὁ αὐτ. ἐν 454, 20, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 3· ἀλλ’ ἀπαρ. λελεπτύνθαι Ἀθήν. 552Ε· ([[λεπτός]]). Κάμνω τι [[λεπτὸν]] ἢ ἰσχνόν, ἀδύνατον, ἀραιόν, αἱ ταλαιπωρίαι λ. τὰ πρόβατα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 4, πρβλ. Προβλ. 5. 14, 3, κ. ἀλλ.· λ. τὸ [[σχῆμα]] τῶν ταγμάτων Πολύβ. 3. 113, 8 (πρβλ. [[λεπτυσμός]])· φωνὴν βαρεῖαν... λεπτύνων Βάβρ. 103. 5. 2) [[χωνεύω]] τροφήν, Πλούτ. 2. 689D, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16. 3) [[ἁλωνίζω]] ἢ λικμίζω, λ. Δηοῦς καρπὸν Ἀνθ. Π. 9. 21· πρβλ. λεπτὸς Ι. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] [[λεπτός]], [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], Ἱππ. Ἀφ. 1244, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 3, κ. ἀλλ.· τοὺς ὤμους λεπτύνεσθαι Ξεν. Συμπ. 2, 17· ἐπὶ πραγμάτων, ἀραιοῦμαι, Δαμόξεν. ἐν «Συντρόφοις» 1. 28.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λεπτυνῶ, <i>ao.</i> ἐλέπτυνα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐλεπτύνθην, <i>pf.</i> λελέπτυσμαι &gt; <i>inf.</i> λελεπτύνθαι;<br /><b>1</b> faire maigrir ; <i>Pass.</i> maigrir;<br /><b>2</b> amincir, amoindrir, rendre ténu, faible;<br /><b>3</b> diviser en menues parcelles : τροφήν PLUT de la nourriture, <i>càd</i> la digérer.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]].
}}
}}
{{grml
{{grml