λεπτύνω
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
A fut. -ῠνῶ LXX Ps.17(18).42: aor. 1 ἐλέπτυνα Hp.Epid. 6.1.5:—Pass., aor. ἐλεπτύνθην Id.Aph.5.46: pf. λελέπτυσμαι Id.Morb.1.19, Arist.HA511b22; inf. λελεπτύνθαι Ath.12.552e: (λεπτός): —make thin or meagre, αἱ ταλαιπωρίαι λ. [τὰ πρόβατα] Arist.HA 596a29, cf. Pr.882a27; λ. τὸ σχῆμα [τῶν ταγμάτων] Plb.3.113.8 (cf. λεπτυσμός); φωνὴν βαρεῖαν… λεπτύνων Babr.103.5:—Pass., to be reduced, grow lean or slender, Hp.Aph.2.7, Arist.HA518b29, al.; τοὺς ὤμους λεπτύνεσθαι X.Smp.2.17; λελεπτυσμένος (-ισμένος cod.) κατὰ τὴν οὐράν, of a serpent, Philum.Ven.18.1; of things, to be rarefied, Damox.2.28, cf. Ph.1.642, S.E.M.10.25.
2 comminute or liquefy food in digestion, Plu.2.689d; -ύνουσα δίαιτα diet productive of thin humours, Gal.Vict.Att.3:—Pass., become fluid, opp. παχύνεσθαι, of foods, Hp.VM19; also -όμενα εἰς πνεῦμα διακρίνεται Arist.Pr.966b14.
3 thresh, winnow, λ. Δηοῦς καρπόν AP9.21.
German (Pape)
[Seite 32] dünn, sein, mager machen, Arist. H. A. 8, 10 u. A. vom Körper; auch τὸ σχῆμα τῶν ταγμάτων, Pol. 3, 113, 8. – Pass., dünn, mager werden, τοὺς ὤμους λεπτύνονται Xen. Conv. 2, 17; ἐν τοῖς σφόδρα λελεπτυσμένοις Arist. H. A. 3, 5; λελεπτύνθαι Ath. XII, 552 e; λεπτυνθεῖσα ὕλη der πυκνωθεῖσα entgeggstzt, S. Emp. adv. phys. 2, 25. – Τροφήν, verdauen, Plut. Symp. 6, 3, 2.
French (Bailly abrégé)
f. λεπτυνῶ, ao. ἐλέπτυνα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλεπτύνθην, pf. λελέπτυσμαι > inf. λελεπτύνθαι;
1 faire maigrir ; Pass. maigrir;
2 amincir, amoindrir, rendre ténu, faible;
3 diviser en menues parcelles : τροφήν PLUT de la nourriture, càd la digérer.
Étymologie: λεπτός.
Russian (Dvoretsky)
λεπτύνω: (ῡ)
1 снимать шелуху, очищать (Δηοῦς καρπόν Anth.);
2 делать худым, истощать, изнурять (τὰ πρόβατα Arst.); pass. худеть: τοὺς ὤμους λεπτύνεσθαι Xen. худеть в плечах;
3 делать узким, суживать (τὸ σχῆμα τῶν ταγμάτων Polyb.);
4 разжижать (τὸ αἷμα Plut.);
5 делать тонким, высоким (φωνὴν βαρεῖαν Babr.);
6 перерабатывать, перемалывать (τροφήν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτύνω: [ῡ]: μέλλ. -ῠνῶ Ἑβδ., ἀόρ. ἐλέπτῡνα Ἱππ. 1164F. ― Παθ., ἀόρ. ἐλεπτύνθην ὁ αὐτ. ἐν 1254Η· πρκμ. λελέπτυσμαι ὁ αὐτ. ἐν 454, 20, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 3· ἀλλ’ ἀπαρ. λελεπτύνθαι Ἀθήν. 552Ε· (λεπτός). Κάμνω τι λεπτὸν ἢ ἰσχνόν, ἀδύνατον, ἀραιόν, αἱ ταλαιπωρίαι λ. τὰ πρόβατα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 4, πρβλ. Προβλ. 5. 14, 3, κ. ἀλλ.· λ. τὸ σχῆμα τῶν ταγμάτων Πολύβ. 3. 113, 8 (πρβλ. λεπτυσμός)· φωνὴν βαρεῖαν... λεπτύνων Βάβρ. 103. 5. 2) χωνεύω τροφήν, Πλούτ. 2. 689D, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16. 3) ἁλωνίζω ἢ λικμίζω, λ. Δηοῦς καρπὸν Ἀνθ. Π. 9. 21· πρβλ. λεπτὸς Ι. ΙΙ. Παθ., γίνομαι λεπτός, ἰσχνός, ἀδύνατος, Ἱππ. Ἀφ. 1244, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 3, κ. ἀλλ.· τοὺς ὤμους λεπτύνεσθαι Ξεν. Συμπ. 2, 17· ἐπὶ πραγμάτων, ἀραιοῦμαι, Δαμόξεν. ἐν «Συντρόφοις» 1. 28.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λεπτύνω: [ῡ], μέλ. λεπτῠνῶ (λεπτός), κάνω κάτι λεπτό ή ισχνό· κοπανίζω, αλωνίζω, λιανίζω, σε Ανθ. — Παθ., γίνομαι λεπτός, ισχνός, αδύνατος, χάνω βάρος, σε Αριστ.· τοὺς ὤμους λεπτύνεσθαι, σε Ξεν.
Middle Liddell
λεπτός
to make small or fine: to thresh out, winnow, Anth.:—Pass. to be reduced, grow lean, Arist.; τοὺς ὤμους λεπτύνεσθαι Xen.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό λεπτός τοῦ λέπω.
Παράγωγα: λεπτότης, λέπτυνσις, ἐκλέπτυνσις, λεπτυντέον, λεπτυντικός, λεπτυσμός, καί τά σύνθετα: λεπτολόγος, λεπτολογία, λεπτομερής, λεπτουργός.