Anonymous

κυδιάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1524.png Seite 1524]] sich rühmen, prahlen, stolz einhergehen; gew, im partic. praes. absol., Il. 21, 519; κυδιόων ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν 2, 578, stolz seiend, weil; auch vom Pferde, κυδιόων, [[ὑψοῦ]] δὲ [[κάρη]] ἔχει 6, 509. 15, 266; κυδιάουσαι H. h. 4, 170; – auch τινί, stolz sein auf Etwas, sich womit rühmen, Hes. Sc. 27; vom Ochsen, τὸν βρεγμῷ κυδιόωντα Sam. 2 (VI, 116); – κυδιάεις braucht erst Coluth. 179; αἳ μέγα κυδιάασκον Qu. Sm. 13, 418.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1524.png Seite 1524]] sich rühmen, prahlen, stolz einhergehen; gew, im partic. praes. absol., Il. 21, 519; κυδιόων ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν 2, 578, stolz seiend, weil; auch vom Pferde, κυδιόων, [[ὑψοῦ]] δὲ [[κάρη]] ἔχει 6, 509. 15, 266; κυδιάουσαι H. h. 4, 170; – auch τινί, stolz sein auf Etwas, sich womit rühmen, Hes. Sc. 27; vom Ochsen, τὸν βρεγμῷ κυδιόωντα Sam. 2 (VI, 116); – κυδιάεις braucht erst Coluth. 179; αἳ μέγα κυδιάασκον Qu. Sm. 13, 418.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />être orgueilleux, se vanter : [[ὅτι]] IL de ce que ; <i>en parl. d'un cheval</i> faire le beau, être fier.<br />'''Étymologie:''' [[κῦδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῡδιάω''': ([[κῦδος]]) Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., φέρομαι ὑπερηφάνως, βαίνω ὑπερηφάνως, γαυριῶ, [[ὑπερηφανεύομαι]], ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. μετοχ. κυδιόων, Φ. 519, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 170· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Ζ. 509., Ο. 266· κυδιόων ὅτι... Β. 579· [[ὑπερηφανεύομαι]] ἐπί τινι, κυδιόων λαοῖσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 27· εὐφροσύνῃ... κυδιόωσιν Ὕμν. Ὁμ. 30. 13· ― παρατ. κυδιάασκον, Κόϊντ. Σμ. 13. 418· πρβλ. [[κυδρόομαι]].
|lstext='''κῡδιάω''': ([[κῦδος]]) Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., φέρομαι ὑπερηφάνως, βαίνω ὑπερηφάνως, γαυριῶ, [[ὑπερηφανεύομαι]], ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. μετοχ. κυδιόων, Φ. 519, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 170· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Ζ. 509., Ο. 266· κυδιόων ὅτι... Β. 579· [[ὑπερηφανεύομαι]] ἐπί τινι, κυδιόων λαοῖσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 27· εὐφροσύνῃ... κυδιόωσιν Ὕμν. Ὁμ. 30. 13· ― παρατ. κυδιάασκον, Κόϊντ. Σμ. 13. 418· πρβλ. [[κυδρόομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />être orgueilleux, se vanter : [[ὅτι]] IL de ce que ; <i>en parl. d'un cheval</i> faire le beau, être fier.<br />'''Étymologie:''' [[κῦδος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm