Anonymous

κυδιάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />être orgueilleux, se vanter : [[ὅτι]] IL de ce que ; <i>en parl. d'un cheval</i> faire le beau, être fier.<br />'''Étymologie:''' [[κῦδος]].
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />être orgueilleux, se vanter : [[ὅτι]] IL de ce que ; <i>en parl. d'un cheval</i> faire le beau, être fier.<br />'''Étymologie:''' [[κῦδος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῡδιάω''': ([[κῦδος]]) Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., φέρομαι ὑπερηφάνως, βαίνω ὑπερηφάνως, γαυριῶ, [[ὑπερηφανεύομαι]], ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. μετοχ. κυδιόων, Φ. 519, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 170· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Ζ. 509., Ο. 266· κυδιόων ὅτι... Β. 579· [[ὑπερηφανεύομαι]] ἐπί τινι, κυδιόων λαοῖσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 27· εὐφροσύνῃ... κυδιόωσιν Ὕμν. Ὁμ. 30. 13· ― παρατ. κυδιάασκον, Κόϊντ. Σμ. 13. 418· πρβλ. [[κυδρόομαι]].
|elnltext=κυδιάω [κῦδος] ep. ptc. κυδιόων, stralend zijn.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡδιάω:''' (только praes.) быть преисполненным гордости, гордиться (οἱ μὲν χωόμενοι, οἱ δὲ [[μέγα]] κυδιόωντες Hom.): [[κυδιόων]] τινί Hes. гордящийся чем-л.; [[κυδιόων]], ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν Hom. (Агамемнон) гордый тем, что блеском затмевал всех героев.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡδιάω:''' Επικ. γʹ πληθ. <i>κυδιόωσιν</i>, μτχ. <i>κυδιάων</i>· ([[κῦδος]]) μόνο στον ενεστ. και παρατ., φέρομαι περήφανα, [[περηφανεύομαι]], [[πανηγυρίζω]], θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κῡδιάω:''' Επικ. γʹ πληθ. <i>κυδιόωσιν</i>, μτχ. <i>κυδιάων</i>· ([[κῦδος]]) μόνο στον ενεστ. και παρατ., φέρομαι περήφανα, [[περηφανεύομαι]], [[πανηγυρίζω]], θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῡδιάω:''' (только praes.) быть преисполненным гордости, гордиться (οἱ μὲν χωόμενοι, οἱ δὲ [[μέγα]] κυδιόωντες Hom.): [[κυδιόων]] τινί Hes. гордящийся чем-л.; [[κυδιόων]], ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν Hom. (Агамемнон) гордый тем, что блеском затмевал всех героев.
|lstext='''κῡδιάω''': ([[κῦδος]]) Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., φέρομαι ὑπερηφάνως, βαίνω ὑπερηφάνως, γαυριῶ, [[ὑπερηφανεύομαι]], ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. μετοχ. κυδιόων, Φ. 519, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 170· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Ζ. 509., Ο. 266· κυδιόων ὅτι... Β. 579· [[ὑπερηφανεύομαι]] ἐπί τινι, κυδιόων λαοῖσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 27· εὐφροσύνῃ... κυδιόωσιν Ὕμν. Ὁμ. 30. 13· ― παρατ. κυδιάασκον, Κόϊντ. Σμ. 13. 418· πρβλ. [[κυδρόομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυδιάω [κῦδος] ep. ptc. κυδιόων, stralend zijn.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῡδιάω, [[κῦδος]] only in pres. and imperf.]<br />to [[bear]] [[oneself]] [[proudly]], go [[proudly]] [[along]], [[exult]], Il.
|mdlsjtxt=κῡδιάω, [[κῦδος]] only in pres. and imperf.]<br />to [[bear]] [[oneself]] [[proudly]], go [[proudly]] [[along]], [[exult]], Il.
}}
}}