Anonymous

κυριεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1536.png Seite 1536]] <b class="b2">Herr, Eigenthümer</b> von Etwas, [[κύριος]] sein, Etwas in seiner Gewalt haben, gebieten über Etwas, auch [[sich bemächtigen]]; κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι [[μέχρι]] [[πεντήκοντα]] δραχμῶν ἐπιγράφειν, sie sollen Macht haben, eine Geldstrafe bis zu 50 Drachmen zu verhängen, Aesch. 1, 36; πάντων Xen. Hem. 2, 6, 22; τῆς Ἀσίας 3, 5, 10; βουλόμενος τῆς εἰσόδου κυριεύειν τῆς εἰς Πελοπόννησον Pol. 4, 6, 6; ἐκυρίευσαν δὲ καὶ λέμβων, sie bemächtigten sich derselben, 2, 11, 14, vgl. ζωγρείᾳ δ' ἐκυρίευσαν πλειόνων ἢ τριακοσίων 1, 7, 11; so auch a. Sp. – Auch pass., τὸν τόπον κυριεύεσθαι ὑπὸ Λευκαδίων Arist. Hirab. 97. – Ο κυριεύων war ein besonderer sophistischer Schluß, Plut. Symp. 1, 1, 5 u. öfter; Luc. vit. auct. 22 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1536.png Seite 1536]] <b class="b2">Herr, Eigenthümer</b> von Etwas, [[κύριος]] sein, Etwas in seiner Gewalt haben, gebieten über Etwas, auch [[sich bemächtigen]]; κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι [[μέχρι]] [[πεντήκοντα]] δραχμῶν ἐπιγράφειν, sie sollen Macht haben, eine Geldstrafe bis zu 50 Drachmen zu verhängen, Aesch. 1, 36; πάντων Xen. Hem. 2, 6, 22; τῆς Ἀσίας 3, 5, 10; βουλόμενος τῆς εἰσόδου κυριεύειν τῆς εἰς Πελοπόννησον Pol. 4, 6, 6; ἐκυρίευσαν δὲ καὶ λέμβων, sie bemächtigten sich derselben, 2, 11, 14, vgl. ζωγρείᾳ δ' ἐκυρίευσαν πλειόνων ἢ τριακοσίων 1, 7, 11; so auch a. Sp. – Auch pass., τὸν τόπον κυριεύεσθαι ὑπὸ Λευκαδίων Arist. Hirab. 97. – Ο κυριεύων war ein besonderer sophistischer Schluß, Plut. Symp. 1, 1, 5 u. öfter; Luc. vit. auct. 22 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=être maître de, gén. ; <i>abs.</i> avoir plein pouvoir ; ὁ κυριεύων, « le dominant », <i>sorte d'argument sophistique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κύριος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῡριεύω''': ([[κύριος]]) εἶμαι [[κύριος]] ἢ [[δεσπότης]], πάντων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· τῆς Ἀσίας [[αὐτόθι]] 3. 5, 11· μυρίων γῆς πήχεων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 176· κ. ἡ γυνὴ τοῦ ἀνδρὸς Διόδ. 1. 27· ὡς καὶ νῦν, [[λαμβάνω]] εἰς κατοχήν τινα, [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], τινὸς Πολύβ. 1. 7, 11, κτλ.· ― Παθ., κυριεύομαι, κατέχομαι, ὑπό τινος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95. 1. 2) ἔχω νομικὴν δύναμιν ἢ ἐξουσίαν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 5. 36. ΙΙ. ὁ κυριεύων, λογικὸν [[σόφισμα]], Πλούτ. 2. 133Β., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 22, κτλ.· πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108.
|lstext='''κῡριεύω''': ([[κύριος]]) εἶμαι [[κύριος]] ἢ [[δεσπότης]], πάντων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· τῆς Ἀσίας [[αὐτόθι]] 3. 5, 11· μυρίων γῆς πήχεων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 176· κ. ἡ γυνὴ τοῦ ἀνδρὸς Διόδ. 1. 27· ὡς καὶ νῦν, [[λαμβάνω]] εἰς κατοχήν τινα, [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], τινὸς Πολύβ. 1. 7, 11, κτλ.· ― Παθ., κυριεύομαι, κατέχομαι, ὑπό τινος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95. 1. 2) ἔχω νομικὴν δύναμιν ἢ ἐξουσίαν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 5. 36. ΙΙ. ὁ κυριεύων, λογικὸν [[σόφισμα]], Πλούτ. 2. 133Β., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 22, κτλ.· πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108.
}}
{{bailly
|btext=être maître de, gén. ; <i>abs.</i> avoir plein pouvoir ; ὁ κυριεύων, « le dominant », <i>sorte d'argument sophistique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κύριος]].
}}
}}
{{eles
{{eles