Anonymous

κυριεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=être maître de, gén. ; <i>abs.</i> avoir plein pouvoir ; ὁ κυριεύων, « le dominant », <i>sorte d'argument sophistique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κύριος]].
|btext=être maître de, gén. ; <i>abs.</i> avoir plein pouvoir ; ὁ κυριεύων, « le dominant », <i>sorte d'argument sophistique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κύριος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῡριεύω''': ([[κύριος]]) εἶμαι [[κύριος]] ἢ [[δεσπότης]], πάντων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· τῆς Ἀσίας [[αὐτόθι]] 3. 5, 11· μυρίων γῆς πήχεων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 176· κ. ἡ γυνὴ τοῦ ἀνδρὸς Διόδ. 1. 27· ὡς καὶ νῦν, [[λαμβάνω]] εἰς κατοχήν τινα, [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], τινὸς Πολύβ. 1. 7, 11, κτλ.· ― Παθ., κυριεύομαι, κατέχομαι, ὑπό τινος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95. 1. 2) ἔχω νομικὴν δύναμιν ἢ ἐξουσίαν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 5. 36. ΙΙ. ὁ κυριεύων, λογικὸν [[σόφισμα]], Πλούτ. 2. 133Β., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 22, κτλ.· πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108.
|elnltext=κυριεύω [κύριος] heer en meester zijn, heersen, met gen.:; κυριεύειν τῆς... Ἀσίας πάσης heersen over geheel Azië Xen. Mem. 3.5.11; subst. ὁ κυριεύων (λόγος) de heerser (soort puzzel). Luc. 27.22.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡριεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[иметь власть]], [[господствовать]] (πάντων Xen.; νεκρῶν καὶ ζώντων NT): κυριεύεσθαι [[ὑπό]] τινος Arst. находиться в чьей-л. власти;<br /><b class="num">2)</b> [[получать власть]], [[овладевать]] (τινός Polyb., Plut.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κῡριεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[κύριος]] ή [[άρχοντας]] ανθρώπων ή χώρας, με γεν., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> έχω έννομη [[εξουσία]] να πράξω, με απαρ., [[παρά]] Αισχίν.
|lsmtext='''κῡριεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[κύριος]] ή [[άρχοντας]] ανθρώπων ή χώρας, με γεν., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> έχω έννομη [[εξουσία]] να πράξω, με απαρ., [[παρά]] Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῡριεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[иметь власть]], [[господствовать]] (πάντων Xen.; νεκρῶν καὶ ζώντων NT): κυριεύεσθαι [[ὑπό]] τινος Arst. находиться в чьей-л. власти;<br /><b class="num">2)</b> [[получать власть]], [[овладевать]] (τινός Polyb., Plut.).
|lstext='''κῡριεύω''': ([[κύριος]]) εἶμαι [[κύριος]] [[δεσπότης]], πάντων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· τῆς Ἀσίας [[αὐτόθι]] 3. 5, 11· μυρίων γῆς πήχεων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 176· κ. ἡ γυνὴ τοῦ ἀνδρὸς Διόδ. 1. 27· ὡς καὶ νῦν, [[λαμβάνω]] εἰς κατοχήν τινα, [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], τινὸς Πολύβ. 1. 7, 11, κτλ.· ― Παθ., κυριεύομαι, κατέχομαι, ὑπό τινος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95. 1. 2) ἔχω νομικὴν δύναμιν ἢ ἐξουσίαν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 5. 36. ΙΙ. ὁ κυριεύων, λογικὸν [[σόφισμα]], Πλούτ. 2. 133Β., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 22, κτλ.· πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108.
}}
{{elnl
|elnltext=κυριεύω [κύριος] heer en meester zijn, heersen, met gen.:; κυριεύειν τῆς... Ἀσίας πάσης heersen over geheel Azië Xen. Mem. 3.5.11; subst. ὁ κυριεύων (λόγος) de heerser (soort puzzel). Luc. 27.22.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj