Anonymous

μομφή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] ἡ, [[Tadel]], Vorwurf; μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, Pind. I. 3, 54, μομφὰν ἐπισπείρων ἀλιτροῖς, N. 8, 39; μομφῆς [[ἄτερ]], Aesch. Spt. 1001; ἤ τινα μομφὰν ἔχων ξυνοῦ [[δορός]], Soph. Ai. 180, zu klagen habend, wie ἕν σοι μομφὴν ἔχω Eur. Or. 1069, vgl. Phoen. 780; auch Ar. Pax 647, = [[μέμφομαι]]; in Prosa, Plat. Ep. VI, 323 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] ἡ, [[Tadel]], Vorwurf; μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, Pind. I. 3, 54, μομφὰν ἐπισπείρων ἀλιτροῖς, N. 8, 39; μομφῆς [[ἄτερ]], Aesch. Spt. 1001; ἤ τινα μομφὰν ἔχων ξυνοῦ [[δορός]], Soph. Ai. 180, zu klagen habend, wie ἕν σοι μομφὴν ἔχω Eur. Or. 1069, vgl. Phoen. 780; auch Ar. Pax 647, = [[μέμφομαι]]; in Prosa, Plat. Ep. VI, 323 b.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />blâme, reproche, plainte, grief : μομφὴν ἔχειν τινός SOPH avoir un grief contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μομφή''': ἡ, ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[μέμψις]] ([[ὡσαύτως]] ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β), [[μέμψις]], [[κατηγορία]], [[ψόγος]], παράπονον, [[προσβολή]], Πινδ. Ν. 8. 66· μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν Αἰσχύλ. Θήβ. 1060· - [[αἰτία]] παραπόνων, μομφὴν ἔχειν τινὶ Πινδ. Ι. 4. 61 (3. 54)· [[οὕτως]], ἕν σοι μομφὴν ἔχω, εἰς ἓν [[πρᾶγμα]] σὲ [[μέμφομαι]], Εὐρ. Ὀρ. 1069· μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1009· - [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., μ. ἔχων ξυνοῦ δορὸς Σοφ. Αἴ. 180· ὧν [[ἕνεκα]] μ. ἔχει Ἀριστοφ. Εἰρ. 664.
|lstext='''μομφή''': ἡ, ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[μέμψις]] ([[ὡσαύτως]] ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β), [[μέμψις]], [[κατηγορία]], [[ψόγος]], παράπονον, [[προσβολή]], Πινδ. Ν. 8. 66· μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν Αἰσχύλ. Θήβ. 1060· - [[αἰτία]] παραπόνων, μομφὴν ἔχειν τινὶ Πινδ. Ι. 4. 61 (3. 54)· [[οὕτως]], ἕν σοι μομφὴν ἔχω, εἰς ἓν [[πρᾶγμα]] σὲ [[μέμφομαι]], Εὐρ. Ὀρ. 1069· μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1009· - [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., μ. ἔχων ξυνοῦ δορὸς Σοφ. Αἴ. 180· ὧν [[ἕνεκα]] μ. ἔχει Ἀριστοφ. Εἰρ. 664.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />blâme, reproche, plainte, grief : μομφὴν ἔχειν τινός SOPH avoir un grief contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR