3,274,919
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0088.png Seite 88]] τό, das Erweichende, bes. ein Pflaster, ein Umschlag zur Erweichung verhärteter Theile, Medic. – Uebh. ein welcher Körper, den Stoß eines harten aufzufangen u. zu schwächen, τῆς ἀντιτυπίας, Plut. Symp. 1, 2, 6; gegen Belagerungsmaschinen angewandt, Philo poliorcet. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0088.png Seite 88]] τό, das Erweichende, bes. ein Pflaster, ein Umschlag zur Erweichung verhärteter Theile, Medic. – Uebh. ein welcher Körper, den Stoß eines harten aufzufangen u. zu schwächen, τῆς ἀντιτυπίας, Plut. Symp. 1, 2, 6; gegen Belagerungsmaschinen angewandt, Philo poliorcet. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />plastron pour amortir les coups.<br />'''Étymologie:''' [[μαλάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάλαγμα''': τό, (μᾰλάσσω) μαλακτικὸν [[φάρμακον]], [[κατάπλασμα]], Θεοφρ. π. Ὀσμ. 61, κτλ. ΙΙ. μαλακὰ πράγματα, δηλ. σακκία διφθέρινα πλήρη μαλλίων ἢ φρυγάνων, ἃ μετεχειρίζοντο οἱ πολιορκούμενοι [[ὅπως]] ἀμβλύνωσι τὴν ὁρμὴν τῶν μηχανῶν καὶ ὅπλων τῶν πολεμίων, ὡς τὸ Λατ. cilicia, Φίλων. Πολιορκ. 91 καὶ 95· μ. τῆς ἀντιτυπίας Πλούτ. 2. 618F· -οὕτω καὶ ὁ Λογγῖν. ἐν 32. 5 μνημονεύει ἐκ τοῦ Πλάτ. (Τίμ. 70C) [[μάλαγμα]], [[ἔνθα]] τὰ νῦν Ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἅλμα μαλακόν. -Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάλαγμα]]· [[ἴαμα]], [[ἄθροισμα]], βούνισμα». | |lstext='''μάλαγμα''': τό, (μᾰλάσσω) μαλακτικὸν [[φάρμακον]], [[κατάπλασμα]], Θεοφρ. π. Ὀσμ. 61, κτλ. ΙΙ. μαλακὰ πράγματα, δηλ. σακκία διφθέρινα πλήρη μαλλίων ἢ φρυγάνων, ἃ μετεχειρίζοντο οἱ πολιορκούμενοι [[ὅπως]] ἀμβλύνωσι τὴν ὁρμὴν τῶν μηχανῶν καὶ ὅπλων τῶν πολεμίων, ὡς τὸ Λατ. cilicia, Φίλων. Πολιορκ. 91 καὶ 95· μ. τῆς ἀντιτυπίας Πλούτ. 2. 618F· -οὕτω καὶ ὁ Λογγῖν. ἐν 32. 5 μνημονεύει ἐκ τοῦ Πλάτ. (Τίμ. 70C) [[μάλαγμα]], [[ἔνθα]] τὰ νῦν Ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἅλμα μαλακόν. -Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάλαγμα]]· [[ἴαμα]], [[ἄθροισμα]], βούνισμα». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |