Anonymous

μάλαγμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />plastron pour amortir les coups.<br />'''Étymologie:''' [[μαλάσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br />plastron pour amortir les coups.<br />'''Étymologie:''' [[μαλάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μάλαγμα:''' ατος (ᾰλ) τό приспособление для смягчения ударов: μ. τῆς ἀντιτυπίας Plut. предохранитель для ослабления силы ударов.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[μάλαγμα]]) [[μαλάσσω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μαλάζω]], η [[μάλαξη]], το [[μαλάκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλέγμα]] από [[σχοινιά]] που κρέμεται στα [[πλάγια]] μέρη του πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από [[πρόσκρουση]] σε άλλα πλοία ή στις προβλήτες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> κατεργασμένο [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> [[μάλαμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />μαλακτικό [[φάρμακο]], [[κατάπλασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάθε]] μαλακό [[σώμα]] που χρησιμεύει για να αμβλύνει και να εξουδετερώνει τις προσκρούσεις με [[άλλο]] [[σώμα]], [[ιδίως]] [[σάκος]] [[γεμάτος]] μαλλιά ή ράκη ή φρύγανα που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκούμενοι για [[άμβλυνση]] της δύναμης πολιορκητικής μηχανής.
|mltxt=το (AM [[μάλαγμα]]) [[μαλάσσω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μαλάζω]], η [[μάλαξη]], το [[μαλάκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλέγμα]] από [[σχοινιά]] που κρέμεται στα [[πλάγια]] μέρη του πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από [[πρόσκρουση]] σε άλλα πλοία ή στις προβλήτες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> κατεργασμένο [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> [[μάλαμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />μαλακτικό [[φάρμακο]], [[κατάπλασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάθε]] μαλακό [[σώμα]] που χρησιμεύει για να αμβλύνει και να εξουδετερώνει τις προσκρούσεις με [[άλλο]] [[σώμα]], [[ιδίως]] [[σάκος]] [[γεμάτος]] μαλλιά ή ράκη ή φρύγανα που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκούμενοι για [[άμβλυνση]] της δύναμης πολιορκητικής μηχανής.
}}
{{elru
|elrutext='''μάλαγμα:''' ατος (ᾰλ) τό приспособление для смягчения ударов: μ. τῆς ἀντιτυπίας Plut. предохранитель для ослабления силы ударов.
}}
}}