3,276,932
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0141.png Seite 141]] [[angefüllt]], voll, im eigentlichen Sinn u. übertr., bes. von schlimmen Dingen; ὃς ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστὴν εὑρὼν ἐπιχειλῆ, Ar. Equ. 811; c. gen., πλούτου, Plut. 188. 193; μεστὰ λίθων καὶ γῆς, Plat. Legg. XII, 967 c; ὑποψίας καὶ δείματος, Rep. I, 330 e; κακίας μεστὴ γίγνεται ἡ [[ψυχή]], Crat. 415 c; θορύβου, Conv. 223 b, u. ähnlich oft, u. Folgde; κῶμαι μεσταὶ σίτου καὶ οἴνου, Xen. An. 1, 5, 19; μεστὴ πολλῶν κακῶν, Dem. 2, 14. – Auch c. part., ἡνίκ' [[ἤδη]] μεστὸς ἦν θυμούμενος, Soph. O. C. 772, wie μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, er hatte sich satt gescholten, Dem. 48, 28, u. anders, φυλάττει [[ὁπηνίκα]] [[ὑμεῖς]] ἐστε μεστοὶ τοῦ ἀεὶ λέγοντος, bis ihr den Redner satt, zum Überdruß, gehört habt, 18, 308; Luc. Nigr. 36 vrbdt auch τοξόται μεστοὶ τὰς φαρέτρας λόγων; Plut. Alex. 13 μεστὸς ὢν [[ἤδη]] τὸν θυμόν, des Zornes satt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0141.png Seite 141]] [[angefüllt]], voll, im eigentlichen Sinn u. übertr., bes. von schlimmen Dingen; ὃς ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστὴν εὑρὼν ἐπιχειλῆ, Ar. Equ. 811; c. gen., πλούτου, Plut. 188. 193; μεστὰ λίθων καὶ γῆς, Plat. Legg. XII, 967 c; ὑποψίας καὶ δείματος, Rep. I, 330 e; κακίας μεστὴ γίγνεται ἡ [[ψυχή]], Crat. 415 c; θορύβου, Conv. 223 b, u. ähnlich oft, u. Folgde; κῶμαι μεσταὶ σίτου καὶ οἴνου, Xen. An. 1, 5, 19; μεστὴ πολλῶν κακῶν, Dem. 2, 14. – Auch c. part., ἡνίκ' [[ἤδη]] μεστὸς ἦν θυμούμενος, Soph. O. C. 772, wie μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, er hatte sich satt gescholten, Dem. 48, 28, u. anders, φυλάττει [[ὁπηνίκα]] [[ὑμεῖς]] ἐστε μεστοὶ τοῦ ἀεὶ λέγοντος, bis ihr den Redner satt, zum Überdruß, gehört habt, 18, 308; Luc. Nigr. 36 vrbdt auch τοξόται μεστοὶ τὰς φαρέτρας λόγων; Plut. Alex. 13 μεστὸς ὢν [[ἤδη]] τὸν θυμόν, des Zornes satt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />plein, rempli de, gén. ; avec un part. : μεστὸς ἦ θυμούμενος SOPH j’étais rassasié de ma douleur ; <i>rar. avec un acc.</i> : μεστὸς ὢν τὸν θυμόν PLUT rempli de colère.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de μεθώ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεστός''': ή, ον, [[πλήρης]], πεπληρωμένος, ἔμπλεως, «γεμᾶτος», [[ἄγγεα]] Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 15. 5· ποιεῖν μεστὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 811· ἔγχεον μεστήν, γέμισε ἕως [[ἐπάνω]] τὸ [[ποτήριον]], Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Δορκίδι» 3· ἐπὶ προσώπων, οὐ κεκραμένον (δηλ., [[οἶνον]]) σὺ πίνεις μεστὸς ὤν κοὐκ’ ἐξεμεῖς; ὁ αὐτ. ἐν «Ὀπώρᾳ» 1, πρβλ. Ἀναξανδρ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1. ΙΙ. μετὰ γεν., [[πλήρης]] τινός, πεπληρωμένος, γεμᾶτος μέ τι, ἀργυρίου... [[ἀρτάβη]] μεστὴ Ἡρόδ. 1. 192· τὸ [[στόμα]]... μεστὸν βδελλέων ὁ αὐτ. ἐν 2. 68· μ. ὕδατος Ἀριστοφ. Νεφ. 382· ἀλφίτων, οἴνου, ἐλαίου ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 806 κἑξ.· [[ὄνος]]... οἴνου μ., πεφορτωμένος μέ..., ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 617, κτλ. 2) μεταφ., φόβων καὶ ἐρώτων μ. Πλάτ. Πολ. 579Β· ἀπάτης, ἐρίδων, τρυφῆς, ἀπορίας μ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 83Α, κτλ.· ἐλευθερίας, εὐδαιμονίας, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 563D, κτλ.· μ. θεάτρου, [[πλήρης]] θεατρικῆς ὑπερηφανίας, δηλ. κολακευόμενος [[ἕνεκα]] τῶν ἐπαίνων τῶν θεατῶν, Συμπ. 194Β - ὡς τὸ [[πλήρης]], μεμιασμένος, μεμολυσμένος, ἴδε ἐν λ. κηλίς. β) μεταφ., [[ὡσαύτως]], κεκορεσμένος μέ τι [[πρᾶγμα]], κεχορτασμένος, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 804· Μ. εἰρήνης σαπρᾶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 554· - οὕτω μετὰ μετοχ., ἀλλ’ ἡνίκ’ ἤδη μεστὸς ἦ θυμούμενος, ἀλλ’ ὅτε πλέον ἐπέρασεν ὁ [[θυμός]] μου, Σοφ. Ο. Κ. 768· [[ἐπειδὴ]] δὲ μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, ἐχόρτασεν ἐκ τῆς ἀγανακτήσεως, δὲν εἶχε πλέον ἀγανάκτησιν, Δημ. 1175. 5· μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν 328. 6· - [[ὡσαύτως]], μ. τὸν θυμὸν Πλουτ. Ἀλέξ. 13. | |lstext='''μεστός''': ή, ον, [[πλήρης]], πεπληρωμένος, ἔμπλεως, «γεμᾶτος», [[ἄγγεα]] Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 15. 5· ποιεῖν μεστὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 811· ἔγχεον μεστήν, γέμισε ἕως [[ἐπάνω]] τὸ [[ποτήριον]], Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Δορκίδι» 3· ἐπὶ προσώπων, οὐ κεκραμένον (δηλ., [[οἶνον]]) σὺ πίνεις μεστὸς ὤν κοὐκ’ ἐξεμεῖς; ὁ αὐτ. ἐν «Ὀπώρᾳ» 1, πρβλ. Ἀναξανδρ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1. ΙΙ. μετὰ γεν., [[πλήρης]] τινός, πεπληρωμένος, γεμᾶτος μέ τι, ἀργυρίου... [[ἀρτάβη]] μεστὴ Ἡρόδ. 1. 192· τὸ [[στόμα]]... μεστὸν βδελλέων ὁ αὐτ. ἐν 2. 68· μ. ὕδατος Ἀριστοφ. Νεφ. 382· ἀλφίτων, οἴνου, ἐλαίου ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 806 κἑξ.· [[ὄνος]]... οἴνου μ., πεφορτωμένος μέ..., ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 617, κτλ. 2) μεταφ., φόβων καὶ ἐρώτων μ. Πλάτ. Πολ. 579Β· ἀπάτης, ἐρίδων, τρυφῆς, ἀπορίας μ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 83Α, κτλ.· ἐλευθερίας, εὐδαιμονίας, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 563D, κτλ.· μ. θεάτρου, [[πλήρης]] θεατρικῆς ὑπερηφανίας, δηλ. κολακευόμενος [[ἕνεκα]] τῶν ἐπαίνων τῶν θεατῶν, Συμπ. 194Β - ὡς τὸ [[πλήρης]], μεμιασμένος, μεμολυσμένος, ἴδε ἐν λ. κηλίς. β) μεταφ., [[ὡσαύτως]], κεκορεσμένος μέ τι [[πρᾶγμα]], κεχορτασμένος, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 804· Μ. εἰρήνης σαπρᾶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 554· - οὕτω μετὰ μετοχ., ἀλλ’ ἡνίκ’ ἤδη μεστὸς ἦ θυμούμενος, ἀλλ’ ὅτε πλέον ἐπέρασεν ὁ [[θυμός]] μου, Σοφ. Ο. Κ. 768· [[ἐπειδὴ]] δὲ μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, ἐχόρτασεν ἐκ τῆς ἀγανακτήσεως, δὲν εἶχε πλέον ἀγανάκτησιν, Δημ. 1175. 5· μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν 328. 6· - [[ὡσαύτως]], μ. τὸν θυμὸν Πλουτ. Ἀλέξ. 13. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |