Anonymous

μεστός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plein, rempli de, gén. ; avec un part. : μεστὸς ἦ θυμούμενος SOPH j’étais rassasié de ma douleur ; <i>rar. avec un acc.</i> : μεστὸς ὢν τὸν θυμόν PLUT rempli de colère.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de μεθώ.
|btext=ή, όν :<br />plein, rempli de, gén. ; avec un part. : μεστὸς ἦ θυμούμενος SOPH j’étais rassasié de ma douleur ; <i>rar. avec un acc.</i> : μεστὸς ὢν τὸν θυμόν PLUT rempli de colère.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de μεθώ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεστός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полный]], [[переполненный]] ([[ὕδατος]], χρημάτων Arph.; λίθων καὶ γῆς Plat.; σίτου καὶ οἴνου Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[преисполненный]] (ἐλπίδων ἀγαθῶν, σπουδῆς Xen.; ὑποψίας καὶ δείματος Plat.; φρενῶν ἀγαθῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[пресыщенный]]: μ. ἦ θυμούμενος Soph. я был пресыщен скорбью; μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν Dem. он досыта излил свой гнев.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεστός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[πλήρης]], [[γεμάτος]], εντελώς [[γεμάτος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[γεμάτος]] από, [[πλήρης]] από ένα [[πράγμα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., <i>ἀπάτης</i>, ἀπορίας [[μεστός]], σε Πλάτ.· μεταφ., επίσης, [[γεμάτος]] από ένα [[πράγμα]], σε Ευρ.· ομοίως με μτχ., <i>μεστὸς ἦν θυμούμενος</i>, δηλ. είμαι [[γεμάτος]] θυμό, σε Σοφ.
|lsmtext='''μεστός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[πλήρης]], [[γεμάτος]], εντελώς [[γεμάτος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[γεμάτος]] από, [[πλήρης]] από ένα [[πράγμα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., <i>ἀπάτης</i>, ἀπορίας [[μεστός]], σε Πλάτ.· μεταφ., επίσης, [[γεμάτος]] από ένα [[πράγμα]], σε Ευρ.· ομοίως με μτχ., <i>μεστὸς ἦν θυμούμενος</i>, δηλ. είμαι [[γεμάτος]] θυμό, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεστός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полный]], [[переполненный]] ([[ὕδατος]], χρημάτων Arph.; λίθων καὶ γῆς Plat.; σίτου καὶ οἴνου Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[преисполненный]] (ἐλπίδων ἀγαθῶν, σπουδῆς Xen.; ὑποψίας καὶ δείματος Plat.; φρενῶν ἀγαθῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[пресыщенный]]: μ. ἦ θυμούμενος Soph. я был пресыщен скорбью; μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν Dem. он досыта излил свой гнев.
}}
}}
{{etym
{{etym