Anonymous

κύβος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] ὁ, 1) cubus, [[Würfel]]; bes. – a) der [[Würfel]] zum [[Würfelspiel]], welcher auf allen sechs Seiten bezeichnet ist (der αστράγαλος war nur auf vier Seiten bezeichnet); Her. 1. 94; ἐν πτώσει κύβων Plat. Rep. X, 404 c; Sp. – Auch die mit Eins bezeichnete Sein des Würfels, ἢ τρὶς ἓξ ἢ [[τρεῖς]] κύβους βάλλοντες Plat. Legg. XII, 968 e, vgl. Aesch. frg. 130 u. Poll. 9, 95. – Κύβον ἀναῤῥίπτειν wird oft übertragen gebraucht, den Würfel werfen, [[wagen]], [[aufs Spiel setzen]]; ἀπειρίᾳ καὶ θρασύτητι τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναῤῥίψων κύβον Plut Fab. 14; ἔσχατον κύβον ἀφιέναι, sein Glück zum letzten Male versuchen. Coriol. 3; so auch a. Sp.; πάντα κύβον ῥιπτῶ κεφαλῆς αἰὲν [[ὕπερθεν]] ἐμῆς Philodem. 16 (V, 25); δεδογμένον τὸ [[πρᾶγμα]], ἀνεῤῥίφθω [[κύβος]], alea jacta esto, es sei gewagt, Ath. XIII, 559 e; Plut. Caes. 32 u. A. – Aehnl. [[ἔργον]] δ' ἐν κύβοις [[Ἄρης]] κρινεῖ, Ares wiro entscheiden, Aesch. Spt. 396; ἀεὶ γὰρ εὖ πίπ τουσιν οἱ Διὸς κύβοι Soph. frg. 763; ψυχὴν προβάλλοντ' ἐν κύβοισι δαίμονος Eur. Rhes. 182. – Κύβοι, der O rt, wo man [[Würfe spielt]], Hermipp. bei Schol. Ar. Vesp. 672, s. Mein. – b) ein [[kubischer Körper]]; Plat. Rep. VII, 528 b; Math.; auch = [[Kubikzahl]]. – Auch von anderen Dingen; kubische Brote, Ath. III, 114 a; Stücke gesalzener Fische, Alexis bei Ath. VII, 324 c. – 2) die Höhlung vor der Hüfte beim Vieh, Ath. IX, 399 a. – [Κῦβος steht Ep. ad. 454 b (XIV, 8).]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] ὁ, 1) cubus, [[Würfel]]; bes. – a) der [[Würfel]] zum [[Würfelspiel]], welcher auf allen sechs Seiten bezeichnet ist (der αστράγαλος war nur auf vier Seiten bezeichnet); Her. 1. 94; ἐν πτώσει κύβων Plat. Rep. X, 404 c; Sp. – Auch die mit Eins bezeichnete Sein des Würfels, ἢ τρὶς ἓξ ἢ [[τρεῖς]] κύβους βάλλοντες Plat. Legg. XII, 968 e, vgl. Aesch. frg. 130 u. Poll. 9, 95. – Κύβον ἀναῤῥίπτειν wird oft übertragen gebraucht, den Würfel werfen, [[wagen]], [[aufs Spiel setzen]]; ἀπειρίᾳ καὶ θρασύτητι τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναῤῥίψων κύβον Plut Fab. 14; ἔσχατον κύβον ἀφιέναι, sein Glück zum letzten Male versuchen. Coriol. 3; so auch a. Sp.; πάντα κύβον ῥιπτῶ κεφαλῆς αἰὲν [[ὕπερθεν]] ἐμῆς Philodem. 16 (V, 25); δεδογμένον τὸ [[πρᾶγμα]], ἀνεῤῥίφθω [[κύβος]], alea jacta esto, es sei gewagt, Ath. XIII, 559 e; Plut. Caes. 32 u. A. – Aehnl. [[ἔργον]] δ' ἐν κύβοις [[Ἄρης]] κρινεῖ, Ares wiro entscheiden, Aesch. Spt. 396; ἀεὶ γὰρ εὖ πίπ τουσιν οἱ Διὸς κύβοι Soph. frg. 763; ψυχὴν προβάλλοντ' ἐν κύβοισι δαίμονος Eur. Rhes. 182. – Κύβοι, der O rt, wo man [[Würfe spielt]], Hermipp. bei Schol. Ar. Vesp. 672, s. Mein. – b) ein [[kubischer Körper]]; Plat. Rep. VII, 528 b; Math.; auch = [[Kubikzahl]]. – Auch von anderen Dingen; kubische Brote, Ath. III, 114 a; Stücke gesalzener Fische, Alexis bei Ath. VII, 324 c. – 2) die Höhlung vor der Hüfte beim Vieh, Ath. IX, 399 a. – [Κῦβος steht Ep. ad. 454 b (XIV, 8).]
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> cube, figure hexaèdre;<br /><b>2</b> dé à jouer marqué sur les six côtes : κρίνειν [[τι]] [[ἐν]] κύβοις ESCHL décider qch sur un coup de dé, <i>càd</i> au hasard ; ἀνερρίφθω [[κύβος]] PLUT (<i>lat.</i> jacta esto aléa) que le dé en soit jeté ! ἔσχατον κύβον ἀφιέναι PLUT jeter son dernier dé, <i>càd</i> courir sa dernière chance.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être gros.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κύβος''': ῠ ἴδε ἐν τέλ., ὁ, Λατ. cubus, στερεὸν τετράγωνον μετὰ ἓξ πλευρῶν, [[κύβος]], Τίμ. Λοκρ. 98C· [[κύβος]] τοῦ παιγνιδίου σεσημειωμένος καὶ ἐπὶ τῶν ἓξ [[αὐτοῦ]] πλευρῶν, διαφέρων οὕτω τοῦ ἀστραγάλου, [[ὅστις]] ἔφερε σημεῖα μόνον ἐπὶ τῶν τεσσάρων πλευρῶν (ἔχων τὰς ὑπολοίπους δύο στρογγύλας), τὸ πλεῖστον (ὡς [[εἰκός]]) κατὰ πληθ., Ἡρόδ. 1. 94, Σοφ. Ἀποσπ. 380, κτλ.· ἔπαιζον δὲ οἱ Ἕλληνες διὰ τριῶν κύβων, ἴδε κατωτ. 2· κύβων βολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 381· ἐν πτώσει κύβων Πλάτ. Πολ. 604C· περὶ κύβους τὴν διατριβὴν ποιεῖσθαι Λυσ. 146. 34· ― παροιμ., ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι, δηλ. τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ δὲν [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἐκ τύχης, Σοφ. Ἀποσπ. 763· κρίνειν τι ἐν κύβοις, ἀποφασίζειν τι διὰ τῶν κύβων, [[ἤτοι]] τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Θήβ. 414· ἄλλα βλήματ’ ἐν κύβοις βαλεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 330· ψυχὴν προβάλλοντ’ ἐν κύβοισι δαίμονος ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 183· ― [[μετέπειτα]] ἐν τῷ ἑν., [[οἶδα]] ὅτι [[ῥίπτω]] πάντα κύβον κεφαλῆς... [[ὕπερθεν]] ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναρρίπτειν κύβον Πλουτ. Φάβ. 14, πρβλ. Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 16· ἐφ’ ἑνὸς ἀνδρὸς ἀναρρίπτειν τὸν κ. Λουκ. Ἁρμον. 3· ἀνερρίφθω [[κύβος]], jacta esto alea, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 1. 4, Πλουτ. [[Καῖσαρ]] 32· ἔσχατον κύβον ἀφιέναι, τὸ νὰ δοκιμάσῃ τις τὴν τύχην του διὰ τελευταίαν φοράν, Πλουτ. Κοριολ. 3. 2) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς πλευρᾶς τῆς φερούσης τὸ ἓν [[στίγμα]], βέβληκ’ Ἀχιλλεὺς δύω κύβω καὶ τέσσαρα, ἔρριψε δύο «ἄσσους» καὶ τέσσαρα, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 132) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1400· τρὶς ἓξ βαλεῖν, «[[τρία]] ἑξάρια», Αἰσχύλ. Ἀγ. 33 ([[ἔνθα]] ἴδε Blomf.)· τρὶς ἓξ... ἢ [[τρεῖς]] κύβους βάλλειν Πλάτ. Νόμ. 968Ε. 3) ἐν τῷ πληθ. [[προσέτι]] = [[τράπεζα]] κυβευτική, «τάβλι» (ὡς τὸ πεσσοί), Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 6. ΙΙ. κυβικὸς ἀριθμός, 3, Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 98C, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 3. ΙΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] κυβικὸν ἔχον [[σχῆμα]], σπόνδυλος, ὡς τὸ [[ἀστράγαλος]], Ριανὸς παρὰ Πολυδ. Βϳ, 180. 2) [[τεμάχιον]] παστοῦ ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 3. 4· πρβλ. [[κύβιον]]. 3) [[εἶδος]] πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ ἔχοντος [[σχῆμα]] κύβου, Ἐπίχ.(;) παρὰ Φωτ. 183. 11, Ἀθήν. 114Α. 4) κοίλωμά τι [[ὑπεράνω]] τοῦ μηροῦ τῶν βοῶν, Ἀθήν. 399Β. κῦβος, Λατ. cūbus, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. Π. 14. 8, Αὐσων. Εἰδυλλ. 11. 3.
|lstext='''κύβος''': ῠ ἴδε ἐν τέλ., ὁ, Λατ. cubus, στερεὸν τετράγωνον μετὰ ἓξ πλευρῶν, [[κύβος]], Τίμ. Λοκρ. 98C· [[κύβος]] τοῦ παιγνιδίου σεσημειωμένος καὶ ἐπὶ τῶν ἓξ [[αὐτοῦ]] πλευρῶν, διαφέρων οὕτω τοῦ ἀστραγάλου, [[ὅστις]] ἔφερε σημεῖα μόνον ἐπὶ τῶν τεσσάρων πλευρῶν (ἔχων τὰς ὑπολοίπους δύο στρογγύλας), τὸ πλεῖστον (ὡς [[εἰκός]]) κατὰ πληθ., Ἡρόδ. 1. 94, Σοφ. Ἀποσπ. 380, κτλ.· ἔπαιζον δὲ οἱ Ἕλληνες διὰ τριῶν κύβων, ἴδε κατωτ. 2· κύβων βολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 381· ἐν πτώσει κύβων Πλάτ. Πολ. 604C· περὶ κύβους τὴν διατριβὴν ποιεῖσθαι Λυσ. 146. 34· ― παροιμ., ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι, δηλ. τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ δὲν [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἐκ τύχης, Σοφ. Ἀποσπ. 763· κρίνειν τι ἐν κύβοις, ἀποφασίζειν τι διὰ τῶν κύβων, [[ἤτοι]] τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Θήβ. 414· ἄλλα βλήματ’ ἐν κύβοις βαλεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 330· ψυχὴν προβάλλοντ’ ἐν κύβοισι δαίμονος ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 183· ― [[μετέπειτα]] ἐν τῷ ἑν., [[οἶδα]] ὅτι [[ῥίπτω]] πάντα κύβον κεφαλῆς... [[ὕπερθεν]] ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναρρίπτειν κύβον Πλουτ. Φάβ. 14, πρβλ. Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόνων 16· ἐφ’ ἑνὸς ἀνδρὸς ἀναρρίπτειν τὸν κ. Λουκ. Ἁρμον. 3· ἀνερρίφθω [[κύβος]], jacta esto alea, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 1. 4, Πλουτ. [[Καῖσαρ]] 32· ἔσχατον κύβον ἀφιέναι, τὸ νὰ δοκιμάσῃ τις τὴν τύχην του διὰ τελευταίαν φοράν, Πλουτ. Κοριολ. 3. 2) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς πλευρᾶς τῆς φερούσης τὸ ἓν [[στίγμα]], βέβληκ’ Ἀχιλλεὺς δύω κύβω καὶ τέσσαρα, ἔρριψε δύο «ἄσσους» καὶ τέσσαρα, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 132) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1400· τρὶς ἓξ βαλεῖν, «[[τρία]] ἑξάρια», Αἰσχύλ. Ἀγ. 33 ([[ἔνθα]] ἴδε Blomf.)· τρὶς ἓξ... ἢ [[τρεῖς]] κύβους βάλλειν Πλάτ. Νόμ. 968Ε. 3) ἐν τῷ πληθ. [[προσέτι]] = [[τράπεζα]] κυβευτική, «τάβλι» (ὡς τὸ πεσσοί), Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 6. ΙΙ. κυβικὸς ἀριθμός, 3, Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 98C, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 3. ΙΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] κυβικὸν ἔχον [[σχῆμα]], σπόνδυλος, ὡς τὸ [[ἀστράγαλος]], Ριανὸς παρὰ Πολυδ. Βϳ, 180. 2) [[τεμάχιον]] παστοῦ ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 3. 4· πρβλ. [[κύβιον]]. 3) [[εἶδος]] πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ ἔχοντος [[σχῆμα]] κύβου, Ἐπίχ.(;) παρὰ Φωτ. 183. 11, Ἀθήν. 114Α. 4) κοίλωμά τι [[ὑπεράνω]] τοῦ μηροῦ τῶν βοῶν, Ἀθήν. 399Β. κῦβος, Λατ. cūbus, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. Π. 14. 8, Αὐσων. Εἰδυλλ. 11. 3.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> cube, figure hexaèdre;<br /><b>2</b> dé à jouer marqué sur les six côtes : κρίνειν [[τι]] [[ἐν]] κύβοις ESCHL décider qch sur un coup de dé, <i>càd</i> au hasard ; ἀνερρίφθω [[κύβος]] PLUT (<i>lat.</i> jacta esto aléa) que le dé en soit jeté ! ἔσχατον κύβον ἀφιέναι PLUT jeter son dernier dé, <i>càd</i> courir sa dernière chance.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être gros.
}}
}}
{{grml
{{grml