Anonymous

μεθύστερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0114.png Seite 114]] hinterher, später, οἱ μεθύστεροι, die Nachkommen, Aesch. Spt. 563; das neutr. μεθύστερον, adverbial, später, nochmals, H. h. Cer. 205; Aesch. Ag. 413 Ch. 509; σοὶ [[οὐκέτι]] χρησόμενον τὸ μεθ., Soph. Phil. 1118; zu spät, Trach. 707.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0114.png Seite 114]] hinterher, später, οἱ μεθύστεροι, die Nachkommen, Aesch. Spt. 563; das neutr. μεθύστερον, adverbial, später, nochmals, H. h. Cer. 205; Aesch. Ag. 413 Ch. 509; σοὶ [[οὐκέτι]] χρησόμενον τὸ μεθ., Soph. Phil. 1118; zu spät, Trach. 707.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />postérieur ; [[οἱ]] μεθύστεροι les descendants, la postérité ; τὸ μεθύστερον le temps à venir ; <i>adv.</i> • μεθύστερον plus tard, trop tard.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὕστερον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθύστερος''': -α, -ον, ὁ ἐπιγιγνόμενος, καλόν τ’ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροις, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, τοῖς [[ἔπειτα]] ἐσομένοις, Αἰσχύλ. Θήβ. 581· μεθυστέρῳ ἐν χρόνῳ, ἐν τῷ μετὰ [[ταῦτα]] χρόνῳ, Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 14. ΙΙ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ χρόνου, μετὰ [[ταῦτα]], [[μετέπειτα]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 205· τοσοῦτον μετὰ [[ταῦτα]], τοσοῦτον [[ὕστερον]], Αἰσχύλ. Χο. 516· οὐ μ., ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, ἐντὸς ὀλίγου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 425· πολὺ ἀργά, Σοφ. Τρ. 710· οὕτω, τὸ μ., τὸ μετὰ [[ταῦτα]], εἰς τὸ ἑξῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1133.
|lstext='''μεθύστερος''': -α, -ον, ὁ ἐπιγιγνόμενος, καλόν τ’ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροις, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, τοῖς [[ἔπειτα]] ἐσομένοις, Αἰσχύλ. Θήβ. 581· μεθυστέρῳ ἐν χρόνῳ, ἐν τῷ μετὰ [[ταῦτα]] χρόνῳ, Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 14. ΙΙ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ χρόνου, μετὰ [[ταῦτα]], [[μετέπειτα]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 205· τοσοῦτον μετὰ [[ταῦτα]], τοσοῦτον [[ὕστερον]], Αἰσχύλ. Χο. 516· οὐ μ., ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, ἐντὸς ὀλίγου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 425· πολὺ ἀργά, Σοφ. Τρ. 710· οὕτω, τὸ μ., τὸ μετὰ [[ταῦτα]], εἰς τὸ ἑξῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1133.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />postérieur ; [[οἱ]] μεθύστεροι les descendants, la postérité ; τὸ μεθύστερον le temps à venir ; <i>adv.</i> • μεθύστερον plus tard, trop tard.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὕστερον]].
}}
}}
{{grml
{{grml