μεθύστερος

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθύστερος Medium diacritics: μεθύστερος Low diacritics: μεθύστερος Capitals: ΜΕΘΥΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: methýsteros Transliteration B: methysteros Transliteration C: methysteros Beta Code: mequ/steros

English (LSJ)

α, ον,
A living after, καλόν τ' ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροις for posterity, A. Th.581; μεθυστέρῳ ἐν χρόνῳ = in after time, Cratin. 119.
II neut. as adverb, of time, afterwards, ἔπειτα μ. h.Cer.205; so long after, so late, A.Ch.516; οὐ μ. in a moment, Id.Ag.425 (lyr.); too late, S. Tr.710; τὸ μεθύστερον = hereafter, Id.Ph.1133 (lyr.), Porph. Abst.4.2.

German (Pape)

[Seite 114] hinterher, später, οἱ μεθύστεροι, die Nachkommen, Aesch. Spt. 563; das neutr. μεθύστερον, adverbial, später, nochmals, H. h. Cer. 205; Aesch. Ag. 413 Ch. 509; σοὶ οὐκέτι χρησόμενον τὸ μεθ., Soph. Phil. 1118; zu spät, Trach. 707.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
postérieur ; οἱ μεθύστεροι les descendants, la postérité ; τὸ μεθύστερον le temps à venir ; adv. • μεθύστερον plus tard, trop tard.
Étymologie: μετά, ὕστερον.

Greek (Liddell-Scott)

μεθύστερος: -α, -ον, ὁ ἐπιγιγνόμενος, καλόν τ’ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροις, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, τοῖς ἔπειτα ἐσομένοις, Αἰσχύλ. Θήβ. 581· μεθυστέρῳ ἐν χρόνῳ, ἐν τῷ μετὰ ταῦτα χρόνῳ, Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 14. ΙΙ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ χρόνου, μετὰ ταῦτα, μετέπειτα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 205· τοσοῦτον μετὰ ταῦτα, τοσοῦτον ὕστερον, Αἰσχύλ. Χο. 516· οὐ μ., ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, ἐντὸς ὀλίγου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 425· πολὺ ἀργά, Σοφ. Τρ. 710· οὕτω, τὸ μ., τὸ μετὰ ταῦτα, εἰς τὸ ἑξῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1133.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεθύστερος, -έρα, -ον)
1. (για χρόνο) ο ύστερος, ο κατοπινός, ο μετέπειτα
2. (για πρόσωπα) ο μεταγενέστερος
αρχ.
1. (το ουδ. ως επίρρ.) (για χρόνο) τὸ μεθύστερον
α) έπειτα, κατόπιν, μετά, στο εξής
β) τόσο μετά από αυτά, τόσο ύστερα
γ) (με άρνηση) οὐ μεθύστερον
i) αμέσως, σε λίγο
ii) πολύ αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὕστερος (πρβλ. πρωθύστερος)].

Greek Monotonic

μεθύστερος: -α, -ον,
I. αυτός που θα ζήσει μετά από εμάς, απόγονος, μεθύστεροι, οι απόγονοι, σε Αισχύλ.
II. το ουδ. ως επίρρ., αργότερα, κατόπιν, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.· τόσον καιρό μετά, τόσο αργά, σε Αισχύλ.· οὐ μεθύστερον, σ' ένα λεπτό, στον ίδ.· πάρα πολύ αργά, σε Σοφ.

Middle Liddell

μεθ-ύστερος, η, ον
I. living after, μεθύστεροι posterity, Aesch.
II. neut. as adv. afterwards, hereafter, Hhymn., Soph.; so long after, so late, Aesch.; οὐ μ. in a moment, Aesch.: too late, Soph.