μόγις: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0196.png Seite 196]] mit Anstrengung, mit Mühe, kaum; [[μόγις]] δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν, Il. 9, 355; [[μόγις]] δ' ἐσαγείρατο θυμόν, 21, 417; [[μόγις]] δ' ἐτέλεσσε [[Κρονίων]], Od. 3, 119; Aesch. Prom. 131 Pers. 501; Eur. κατεῖπ' ἀναγκασθεὶς [[μόγις]], Ion 1215; Ar. Lys. 328; Her. 1, 116; bei Thuc. 1, 11 u. sonst schwankt die Lesart; βίᾳ καὶ [[μόγις]] οἴχεται ἀγομένη, Plat. Theaet. 160 e; ξυνέφη [[μόγις]], Rep. I, 346 c; Euthyd. 282 d haben alle mss. [[μόλις]] διὰ μακρῶν λεγόμενον, wie Ax. 368 b u. Sp., z. B. Pol. 30, 2, 4. – [Ι ist Il. 22, 412 in der Vershebung lang gebraucht.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0196.png Seite 196]] mit Anstrengung, mit Mühe, kaum; [[μόγις]] δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν, Il. 9, 355; [[μόγις]] δ' ἐσαγείρατο θυμόν, 21, 417; [[μόγις]] δ' ἐτέλεσσε [[Κρονίων]], Od. 3, 119; Aesch. Prom. 131 Pers. 501; Eur. κατεῖπ' ἀναγκασθεὶς [[μόγις]], Ion 1215; Ar. Lys. 328; Her. 1, 116; bei Thuc. 1, 11 u. sonst schwankt die Lesart; βίᾳ καὶ [[μόγις]] οἴχεται ἀγομένη, Plat. Theaet. 160 e; ξυνέφη [[μόγις]], Rep. I, 346 c; Euthyd. 282 d haben alle mss. [[μόλις]] διὰ μακρῶν λεγόμενον, wie Ax. 368 b u. Sp., z. B. Pol. 30, 2, 4. – [Ι ist Il. 22, 412 in der Vershebung lang gebraucht.]
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec peine.<br />'''Étymologie:''' [[μόγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόγῐς''': Ἐπίρρ., ([[μόγος]]) μετὰ κόπου καὶ πόνου, δηλ. [[μόλις]], μετὰ δυσκολίας, Ἰλ. Ι. 355, Ὀδ. Γ. 119, κτλ., Ἡρόδ. 1. 116, Λυσ. 166. 10· [[μόγις]] παρειποῦσ’ Αἰσχύλ. Πρ. 131, πρβλ. Πέρσ. 509· τὸν μαινόμενον, τὸν Κρῆτα, τὸν [[μόγις]] Ἀττικὸν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 6· μηθενὸς δεῖσθαι ἢ μ., ἢ [[μόλις]] τινός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 26· [[πάνυ]] μ. Πλάτ. Πρωτ. 360D· μ. πως ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 155Ε· - [[συχνάκις]] συνάπτεται μετὰ παρομοίου ἐπιρρήματος, [[μόγις]] καὶ βραδέως, [[μόγις]] καὶ κατ’ ὀλίγον, κτλ., «[[μόλις]] καὶ μετὰ βίας», Duker εἰς Θουκ. 7. 40, Dorv. εἰς Χαρίτ. σ. 345· βίᾳ καὶ μ. Πλάτ. Φαίδων 108Β. - Πρβλ. τὸ μεθ’ Ὅμ. [[μόλις]], καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 163-165. [ῑ ἐν ἄρσει, Ἰλ. Χ. 412].
|lstext='''μόγῐς''': Ἐπίρρ., ([[μόγος]]) μετὰ κόπου καὶ πόνου, δηλ. [[μόλις]], μετὰ δυσκολίας, Ἰλ. Ι. 355, Ὀδ. Γ. 119, κτλ., Ἡρόδ. 1. 116, Λυσ. 166. 10· [[μόγις]] παρειποῦσ’ Αἰσχύλ. Πρ. 131, πρβλ. Πέρσ. 509· τὸν μαινόμενον, τὸν Κρῆτα, τὸν [[μόγις]] Ἀττικὸν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 6· μηθενὸς δεῖσθαι ἢ μ., ἢ [[μόλις]] τινός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 26· [[πάνυ]] μ. Πλάτ. Πρωτ. 360D· μ. πως ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 155Ε· - [[συχνάκις]] συνάπτεται μετὰ παρομοίου ἐπιρρήματος, [[μόγις]] καὶ βραδέως, [[μόγις]] καὶ κατ’ ὀλίγον, κτλ., «[[μόλις]] καὶ μετὰ βίας», Duker εἰς Θουκ. 7. 40, Dorv. εἰς Χαρίτ. σ. 345· βίᾳ καὶ μ. Πλάτ. Φαίδων 108Β. - Πρβλ. τὸ μεθ’ Ὅμ. [[μόλις]], καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 163-165. [ῑ ἐν ἄρσει, Ἰλ. Χ. 412].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec peine.<br />'''Étymologie:''' [[μόγος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR