Anonymous

μετατρέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] (s. [[τρέχω]]), nachlaufen, um Etwas zu holen; παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει [[ταχύ]], Ar. Pax 261, hole es schnell von den Athenern; Phryn. com. bei Schol. Ar. Av. 989.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0155.png Seite 155]] (s. [[τρέχω]]), nachlaufen, um Etwas zu holen; παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει [[ταχύ]], Ar. Pax 261, hole es schnell von den Athenern; Phryn. com. bei Schol. Ar. Av. 989.
}}
{{bailly
|btext=courir après, poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τρέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -[[τρέχω]] ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ [[φέρω]] τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· [[οὔκουν]] παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς [[ταχέως]] νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.
|lstext='''μετατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -[[τρέχω]] ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ [[φέρω]] τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· [[οὔκουν]] παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς [[ταχέως]] νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.
}}
{{bailly
|btext=courir après, poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τρέχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml