Anonymous

μετατρέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=courir après, poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τρέχω]].
|btext=courir après, poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[τρέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετατρέχω:''' [[бежать за]] (чем-л.), спешно доставать (τι [[παρά]] τινος Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετατρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, [[τρέχω]] το κατόπι, [[οὔκουν]] παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το [[πάρεις]] από τους Αθηναίους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μετατρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, [[τρέχω]] το κατόπι, [[οὔκουν]] παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; θα τρέξεις και θα το [[πάρεις]] από τους Αθηναίους, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετατρέχω:''' [[бежать за]] (чем-л.), спешно доставать (τι [[παρά]] τινος Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -θρέξομαι aor2 -έδρᾰμον<br />to run [[after]], [[οὔκουν]] παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; you run and get it from the Athenians, Ar.
|mdlsjtxt=fut. -θρέξομαι aor2 -έδρᾰμον<br />to run [[after]], [[οὔκουν]] παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει; you run and get it from the Athenians, Ar.
}}
}}