Anonymous

οὐτάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0420.png Seite 420]] οὐτήσω, = Vorigem; [[μηδέ]] τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ, Od. 22, 356; οὔτησε ξυστῷ, 4, 469; κατ' ἀσπίδα, 11, 434, öfter; κείσεται οὐτηθείς, Il. 8, 537; [[ξίφος]] διανταίαν οὔτα, Aesch. Ch. 631; Hom. hat uoch die Iterativformen οὔτασκε u. [[οὐτήσασκε]], Il. 15, 745. 22, 375; u. von einem aor. syncop. οὖτα, er verwundete, 15, 746 u. öfter, u. den inf. οὐτάμεναι, 21, 68 Od. 9, 301, wie οὐτάμεν, 5, 132, u. med. in passiver Bdtg οὐτάμενοι, verwundet, neben βεβλημένοι, Il. 11, 659. 16, 24, von Personen; aber auch κατ' οὐταμένην ὠτειλήν, 14, 518, durch die geschlagene Wunde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0420.png Seite 420]] οὐτήσω, = Vorigem; [[μηδέ]] τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ, Od. 22, 356; οὔτησε ξυστῷ, 4, 469; κατ' ἀσπίδα, 11, 434, öfter; κείσεται οὐτηθείς, Il. 8, 537; [[ξίφος]] διανταίαν οὔτα, Aesch. Ch. 631; Hom. hat uoch die Iterativformen οὔτασκε u. [[οὐτήσασκε]], Il. 15, 745. 22, 375; u. von einem aor. syncop. οὖτα, er verwundete, 15, 746 u. öfter, u. den inf. οὐτάμεναι, 21, 68 Od. 9, 301, wie οὐτάμεν, 5, 132, u. med. in passiver Bdtg οὐτάμενοι, verwundet, neben βεβλημένοι, Il. 11, 659. 16, 24, von Personen; aber auch κατ' οὐταμένην ὠτειλήν, 14, 518, durch die geschlagene Wunde.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> οὐτήσω, <i>ao.</i> οὔτησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> οὐτήθην;<br /><i>c.</i> [[οὐτάζω]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οὐτάομαι]], [[οὐτῶμαι]] (<i>part. ao.2 irrég.</i> [[οὐτάμενος]], η, ον <i>au sens Pass.</i>) être blessé : οὐταμένη [[ὠτειλή]] IL blessure faite <i>ou</i> reçue.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὠτειλή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐτάω''': γ΄ ἑνικ. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640, Ἐπικ. προστ. οὔτᾰε Ὀδ. Χ. 356· Ἰων. παρατ. οὔτασκε Ἰλ. Ο. 745· μέλλ. οὐτήσω Νόνν· ἀόρ. οὐτηθεὶς Θ. 537. - Ὡς ἐνεστ. ὁ Ὅμ. χρῇται τῷ ἰσοδυνάμῳ τύπῳ [[οὐτάζω]], ἐνεργ. καὶ παθ. ([[οὕτως]] Εὐρ. ἐν Ἀποσπ. 176)· [[ἐντεῦθεν]] μέλλ. οὐτάσω Εὐρ. Ρῆσ. 255· ἀόρ. οὔτᾰσα Ἰλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 199· παθ. πρκμ. οὔτασται Ἰλ. Λ. 661, μετοχ. οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344. - Ὑπάρχουσιν [[ὡσαύτως]] (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. οὔτημι) γ΄ ἑν. Ἐπικ. ἀορ. οὖτᾰ, Ἰλ. Δ. 525, Ν. 192, 561, κτλ.· ἀπαρ. οὐταμεναι, Φ. 68, κτλ.· ἢ οὐτάμεν, Ε. 132, 821· μετοχ. (ἐπὶ παθ. σημασ.) οὐτάμενος, Λ. 659, Ρ. 86, Ὀδ. Λ. 40· (πρβλ. ἀν-, νεούτᾰτος). Ἐπικ. ῥῆμ., ἐν χρήσει [[ἐνίοτε]] παρὰ Τραγ. ([[οὐδέποτε]] παρὰ Σοφ.), πλήττω, κτυπῶ δι’ ἀγχεμάχου ὅπλου, [[τιτρώσκω]], [[τραυματίζω]], [[οὖτα]] δὲ δουρὶ Ἰλ. Δ. 525· [[οὕτως]], οὐτ. ἔγχεϊ, χαλκῷ, κτλ.· - ἀλλὰ [[κυρίως]] ἀντίθετ. τῷ βάλλω (ὃ ἴδε), κτυπῶ διὰ τῆς χειρὸς καὶ [[τραυματίζω]], Λ. 659, 826, κτλ.· - [[ὅπερ]] ἐκφέρεται πληρέστερον διὰ τοῦ σχεδὸν οὔτασε, Ε. 458· αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Η. 273· αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536· τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ του τρωθέντος μέρους μετὰ διπλῆς αἰτ., Κυπρίδα... οὔτασε χεῖρα Ἰλ. Ε. 458· Λειώκριτον [[οὖτα]]… κενεῶνα Ὀδ. Χ. 294· [[ὡσαύτως]], οὐτ. τινα κατὰ [[χρόα]], κατὰ ὦμον, κατ’ ἀσπίδα κτλ.· σπανιώτερον ἔτι μετ’ αἰτ. πράγμ., [[σάκος]] οὔτασε δουρί, διετρύπησε τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Η. 258, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἡρ. 363· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], ὅ με βροτὸς οὔτασεν [[ἀνήρ]], «[[πάνυ]] πιέζομαι ὑπὸ τοῦ τραύματος, ὅ με ἔτρωσεν ἀνὴρ θνητὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 361· [[ἐντεῦθεν]], κατ’ οὐταμένην ὠτειλήν, διὰ τοῦ διὰ τῆς τρώσεως γενομένου τραύματος, Ξ. 518. οὕτω καί, τὸ [[ξίφος]] διανταίαν [πληγήν].. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640. 2) [[ἐνίοτε]] [[καθόλου]], [[τιτρώσκω]], ὡς τὸ βάλλω, διὰ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 684· διὰ βελῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 199· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 373. (Ἐκ. τοῦ [[οὐτάω]] πιθ. παράγεται τὸ [[ὠτειλή]]).
|lstext='''οὐτάω''': γ΄ ἑνικ. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640, Ἐπικ. προστ. οὔτᾰε Ὀδ. Χ. 356· Ἰων. παρατ. οὔτασκε Ἰλ. Ο. 745· μέλλ. οὐτήσω Νόνν· ἀόρ. οὐτηθεὶς Θ. 537. - Ὡς ἐνεστ. ὁ Ὅμ. χρῇται τῷ ἰσοδυνάμῳ τύπῳ [[οὐτάζω]], ἐνεργ. καὶ παθ. ([[οὕτως]] Εὐρ. ἐν Ἀποσπ. 176)· [[ἐντεῦθεν]] μέλλ. οὐτάσω Εὐρ. Ρῆσ. 255· ἀόρ. οὔτᾰσα Ἰλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 199· παθ. πρκμ. οὔτασται Ἰλ. Λ. 661, μετοχ. οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344. - Ὑπάρχουσιν [[ὡσαύτως]] (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. οὔτημι) γ΄ ἑν. Ἐπικ. ἀορ. οὖτᾰ, Ἰλ. Δ. 525, Ν. 192, 561, κτλ.· ἀπαρ. οὐταμεναι, Φ. 68, κτλ.· ἢ οὐτάμεν, Ε. 132, 821· μετοχ. (ἐπὶ παθ. σημασ.) οὐτάμενος, Λ. 659, Ρ. 86, Ὀδ. Λ. 40· (πρβλ. ἀν-, νεούτᾰτος). Ἐπικ. ῥῆμ., ἐν χρήσει [[ἐνίοτε]] παρὰ Τραγ. ([[οὐδέποτε]] παρὰ Σοφ.), πλήττω, κτυπῶ δι’ ἀγχεμάχου ὅπλου, [[τιτρώσκω]], [[τραυματίζω]], [[οὖτα]] δὲ δουρὶ Ἰλ. Δ. 525· [[οὕτως]], οὐτ. ἔγχεϊ, χαλκῷ, κτλ.· - ἀλλὰ [[κυρίως]] ἀντίθετ. τῷ βάλλω (ὃ ἴδε), κτυπῶ διὰ τῆς χειρὸς καὶ [[τραυματίζω]], Λ. 659, 826, κτλ.· - [[ὅπερ]] ἐκφέρεται πληρέστερον διὰ τοῦ σχεδὸν οὔτασε, Ε. 458· αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Η. 273· αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536· τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ του τρωθέντος μέρους μετὰ διπλῆς αἰτ., Κυπρίδα... οὔτασε χεῖρα Ἰλ. Ε. 458· Λειώκριτον [[οὖτα]]… κενεῶνα Ὀδ. Χ. 294· [[ὡσαύτως]], οὐτ. τινα κατὰ [[χρόα]], κατὰ ὦμον, κατ’ ἀσπίδα κτλ.· σπανιώτερον ἔτι μετ’ αἰτ. πράγμ., [[σάκος]] οὔτασε δουρί, διετρύπησε τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Η. 258, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἡρ. 363· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], ὅ με βροτὸς οὔτασεν [[ἀνήρ]], «[[πάνυ]] πιέζομαι ὑπὸ τοῦ τραύματος, ὅ με ἔτρωσεν ἀνὴρ θνητὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 361· [[ἐντεῦθεν]], κατ’ οὐταμένην ὠτειλήν, διὰ τοῦ διὰ τῆς τρώσεως γενομένου τραύματος, Ξ. 518. οὕτω καί, τὸ [[ξίφος]] διανταίαν [πληγήν].. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640. 2) [[ἐνίοτε]] [[καθόλου]], [[τιτρώσκω]], ὡς τὸ βάλλω, διὰ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 684· διὰ βελῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 199· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 373. (Ἐκ. τοῦ [[οὐτάω]] πιθ. παράγεται τὸ [[ὠτειλή]]).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> οὐτήσω, <i>ao.</i> οὔτησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> οὐτήθην;<br /><i>c.</i> [[οὐτάζω]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οὐτάομαι]], [[οὐτῶμαι]] (<i>part. ao.2 irrég.</i> [[οὐτάμενος]], η, ον <i>au sens Pass.</i>) être blessé : οὐταμένη [[ὠτειλή]] IL blessure faite <i>ou</i> reçue.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὠτειλή]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth