Anonymous

οὐτάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> οὐτήσω, <i>ao.</i> οὔτησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> οὐτήθην;<br /><i>c.</i> [[οὐτάζω]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οὐτάομαι]], [[οὐτῶμαι]] (<i>part. ao.2 irrég.</i> [[οὐτάμενος]], η, ον <i>au sens Pass.</i>) être blessé : οὐταμένη [[ὠτειλή]] IL blessure faite <i>ou</i> reçue.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὠτειλή]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> οὐτήσω, <i>ao.</i> οὔτησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> οὐτήθην;<br /><i>c.</i> [[οὐτάζω]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οὐτάομαι]], [[οὐτῶμαι]] (<i>part. ao.2 irrég.</i> [[οὐτάμενος]], η, ον <i>au sens Pass.</i>) être blessé : οὐταμένη [[ὠτειλή]] IL blessure faite <i>ou</i> reçue.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὠτειλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''οὐτάω:''' (part. med.-pass. [[οὐτάμενος]]) поражать, ранить (τινὰ χαλκῷ Hom.): οὐ. κατ᾽ ἀσπίδα Hom. ударить (копьем) в щит; κεῖται οὐτηθείς Hom. он лежит раненый, пораженный насмерть; οὐταμένη [[ὠτειλή]] Hom. нанесенная рана - см. тж. [[οὐτάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐτάω:''' Επικ. προστ. <i>οὔτᾰε</i>· Ιων. παρατ. <i>οὔτασκον</i>· αόρ. αʹ <i>οὔτησα</i>, Ιων. <i>οὐτήσασκον</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>οὐτηθείς</i>· (επίσης, όπως αν προερχόταν από το οὔτημι), Επικ. γʹ ενικ. αορ. <i>οὖτᾰ</i>, απαρ. [[οὐτάμεναι]], [[οὐτάμεν]]· μτχ. (με Παθ. [[σημασία]]) [[οὐτάμενος]],<br /><b class="num">1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], [[χτυπώ]] με οποιοδήποτε είδος όπλου· [[οὖτα]] δὲ [[δουρί]], [[οὐτάω]] ἔγχεϊ, <i>χαλκῷ</i> κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[κυρίως]] αντίθ. προς το [[βάλλω]], [[τραυματίζω]] χτυπώντας ή σύροντας, στο ίδ.· πρβλ. [[οὐτάζω]]· <i>κατ' οὐταμένην ὤτειλήν</i>, από [[τραύμα]] που προκλήθηκε από [[χτύπημα]], στο ίδ.· τὸ [[ξίφος]] διανταίαν (<i>πληγὴν</i>) <i>οὐτᾷ</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μερικές φορές, γενικά, [[χτυπώ]], [[πλήττω]], όπως το [[βάλλω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''οὐτάω:''' Επικ. προστ. <i>οὔτᾰε</i>· Ιων. παρατ. <i>οὔτασκον</i>· αόρ. αʹ <i>οὔτησα</i>, Ιων. <i>οὐτήσασκον</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>οὐτηθείς</i>· (επίσης, όπως αν προερχόταν από το οὔτημι), Επικ. γʹ ενικ. αορ. <i>οὖτᾰ</i>, απαρ. [[οὐτάμεναι]], [[οὐτάμεν]]· μτχ. (με Παθ. [[σημασία]]) [[οὐτάμενος]],<br /><b class="num">1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], [[χτυπώ]] με οποιοδήποτε είδος όπλου· [[οὖτα]] δὲ [[δουρί]], [[οὐτάω]] ἔγχεϊ, <i>χαλκῷ</i> κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[κυρίως]] αντίθ. προς το [[βάλλω]], [[τραυματίζω]] χτυπώντας ή σύροντας, στο ίδ.· πρβλ. [[οὐτάζω]]· <i>κατ' οὐταμένην ὤτειλήν</i>, από [[τραύμα]] που προκλήθηκε από [[χτύπημα]], στο ίδ.· τὸ [[ξίφος]] διανταίαν (<i>πληγὴν</i>) <i>οὐτᾷ</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μερικές φορές, γενικά, [[χτυπώ]], [[πλήττω]], όπως το [[βάλλω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐτάω:''' (part. med.-pass. [[οὐτάμενος]]) поражать, ранить (τινὰ χαλκῷ Hom.): οὐ. κατ᾽ ἀσπίδα Hom. ударить (копьем) в щит; κεῖται οὐτηθείς Hom. он лежит раненый, пораженный насмерть; οὐταμένη [[ὠτειλή]] Hom. нанесенная рана - см. тж. [[οὐτάζω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj