3,277,286
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0208.png Seite 208]] εσσα, εν, nur Il. 14, 183 u. Od. 18, 298, ἕρματα, τρίγληνα μορόεντα, wo Schol. auch als [[varia lectio|v.l.]] ἀμορόεντα erwähnen, Ohrgehänge von mühevoller, sorgfältiger Arbeit, wie die Alten meist erklären: πεπονημένα τῇ κατασκευῇ, μετὰ πολλοῦ μόρου καὶ κακοπαθείας γινόμενα, u. wonach μορόεντα τεύχη, Qu. Sm. 1, 152, μορόεν [[ποτόν]], Nic. Al. 129. 135 (Schol. πολυέψητον ἢ μορίδιον), auch μορόεντος (für μοροέσσης) ἐλαίης, 455, gesagt ist. Andere wollten es auf μείρω, [[μέρος]] zurückführen und es enger zu τρίγληνα ziehen, aus drei Stücken, drei Bommeln, oder, wie Ernesti, es von [[μόρον]] ableiten, maulbeerfarbig, od. überh. (vgl. μαίρω) helf schimmernd, glänzend übersetzen. Die Erkl. des Apoll. L. H., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα, bezieht sich vielleicht auf die [[varia lectio|v.l.]] ἀμορόεντα, obwohl Schol. a. a. D. das α für ein ἐπιτατικόν erklären u. die Form überh. verwerfen. –. Auch = [[μόριος]], fatalis, Nic. Al. 589, Schol. [[κακοποιός]], [[μόρον]] ἄγων. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0208.png Seite 208]] εσσα, εν, nur Il. 14, 183 u. Od. 18, 298, ἕρματα, τρίγληνα μορόεντα, wo Schol. auch als [[varia lectio|v.l.]] ἀμορόεντα erwähnen, Ohrgehänge von mühevoller, sorgfältiger Arbeit, wie die Alten meist erklären: πεπονημένα τῇ κατασκευῇ, μετὰ πολλοῦ μόρου καὶ κακοπαθείας γινόμενα, u. wonach μορόεντα τεύχη, Qu. Sm. 1, 152, μορόεν [[ποτόν]], Nic. Al. 129. 135 (Schol. πολυέψητον ἢ μορίδιον), auch μορόεντος (für μοροέσσης) ἐλαίης, 455, gesagt ist. Andere wollten es auf μείρω, [[μέρος]] zurückführen und es enger zu τρίγληνα ziehen, aus drei Stücken, drei Bommeln, oder, wie Ernesti, es von [[μόρον]] ableiten, maulbeerfarbig, od. überh. (vgl. μαίρω) helf schimmernd, glänzend übersetzen. Die Erkl. des Apoll. L. H., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα, bezieht sich vielleicht auf die [[varia lectio|v.l.]] ἀμορόεντα, obwohl Schol. a. a. D. das α für ein ἐπιτατικόν erklären u. die Form überh. verwerfen. –. Auch = [[μόριος]], fatalis, Nic. Al. 589, Schol. [[κακοποιός]], [[μόρον]] ἄγων. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν,<br /><b>1</b>. péniblement, <i>càd</i> artistement travaillé, <i>d'où</i> précieux <i>en gén.</i> IL. 14.183, OD. 18.298, Q.S. 1.152;<br /><b>2</b>. funeste, NIC. <i>Al</i>. 129, 582.<br />'''Étymologie:''' [[μόρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μορόεις''': εσσα, εν, ἐν Ἰλ. Ξ. 183, Ὀδ. Σ. 298, ἐπίθ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα... τρίγληνα, μορόεντα, εἰργασμένα μετὰ πολλοῦ κόπου καὶ δεξιότητος, «μετὰ πολλοῦ καμάτου πεπονημένα» κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ., Εὐστ., 976. 40 ([[ὥστε]] ἡ [[ῥίζα]] θὰ [[εἶναι]] ΜΕΡ, [[μέριμνα]]): κατὰ τὸ Ἀπολλ. Λεξ., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα. ΙΙ. ἐκ τοῦ [[μόρος]], ὡς τὸ [[μόριος]], προωρισμένος, πεπρωμένος, Λατ. fatalis, ἰδίως [[θανατηφόρος]], [[ὀλέθριος]], ὡς ἑρμηνεύεται ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 130, 136, 582, Κόϊντ. Σμ. 1. 152. | |lstext='''μορόεις''': εσσα, εν, ἐν Ἰλ. Ξ. 183, Ὀδ. Σ. 298, ἐπίθ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα... τρίγληνα, μορόεντα, εἰργασμένα μετὰ πολλοῦ κόπου καὶ δεξιότητος, «μετὰ πολλοῦ καμάτου πεπονημένα» κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ., Εὐστ., 976. 40 ([[ὥστε]] ἡ [[ῥίζα]] θὰ [[εἶναι]] ΜΕΡ, [[μέριμνα]]): κατὰ τὸ Ἀπολλ. Λεξ., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα. ΙΙ. ἐκ τοῦ [[μόρος]], ὡς τὸ [[μόριος]], προωρισμένος, πεπρωμένος, Λατ. fatalis, ἰδίως [[θανατηφόρος]], [[ὀλέθριος]], ὡς ἑρμηνεύεται ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 130, 136, 582, Κόϊντ. Σμ. 1. 152. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |