Anonymous

μορόεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν,<br /><b>1</b>. péniblement, <i>càd</i> artistement travaillé, <i>d'où</i> précieux <i>en gén.</i> IL. 14.183, OD. 18.298, Q.S. 1.152;<br /><b>2</b>. funeste, NIC. <i>Al</i>. 129, 582.<br />'''Étymologie:''' [[μόρος]].
|btext=όεσσα, όεν,<br /><b>1</b>. péniblement, <i>càd</i> artistement travaillé, <i>d'où</i> précieux <i>en gén.</i> IL. 14.183, OD. 18.298, Q.S. 1.152;<br /><b>2</b>. funeste, NIC. <i>Al</i>. 129, 582.<br />'''Étymologie:''' [[μόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μορόεις:''' όεσσα, όεν [[μορέω]] искусно сделанный, по друг. [[μόρον]] похожий на тутовую ягоду (ἕρματα Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μορόεις:''' -εσσα, -εν (√<i>ΜΕΡ</i> του [[μέριμνα]]), λέγεται για σκουλαρίκια, αυτά που υπήρξαν [[αντικείμενο]] επίπονης κατεργασίας, που είναι φτιαγμένα με [[επιδεξιότητα]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''μορόεις:''' -εσσα, -εν (√<i>ΜΕΡ</i> του [[μέριμνα]]), λέγεται για σκουλαρίκια, αυτά που υπήρξαν [[αντικείμενο]] επίπονης κατεργασίας, που είναι φτιαγμένα με [[επιδεξιότητα]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μορόεις:''' όεσσα, όεν [[μορέω]] искусно сделанный, по друг. [[μόρον]] похожий на тутовую ягоду (ἕρματα Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym