Anonymous

ξυρόν: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] τό ([[ξύω]], auch mit [[κείρω]] verwandt, vgl. Buttm. Lexil. II p. 264), das [[Scheermesser]]; [[κρᾶτα]] πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241; Ar. Eccl. 65 u. A. – Von der haarfeinen Schärfe der Scheermesserklinge übertr., νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ἢ [[ὄλεθρος]] ἠὲ βιῶναι, Il. 10, 173, sprichwörtlich von dem entscheidenden Augenblicke, wo ein Haarbreit den Ausschlag geben kann, wie Her. 6, 11 sagt: ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν πρήγματα ἢ εἶναι ἐλευθέροισι ἢ δούλοισι; vgl. Theogn. 569; ähnlich Theocr. 22, 6, ἀνθρώπων σωτῆρες ἐπὶ ξυροῦ [[ἤδη]] ἐόντων, von den Dioskuren, den Rettern in der äußersten Gefahr; vgl. Aesch. Ch. 870, ἔοικε νῦν αὐτῆς ἐπὶ ξυροῦ [[πέλας]] αὐχὴν πεσεῖσθαι; Soph. φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης, Ant. 983; ὧδ' ἔβητ' ἐπὶ ξυροῦ, Eur. Herc. Fur. 630; so auch bei sp. D.; Paroemiogr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] τό ([[ξύω]], auch mit [[κείρω]] verwandt, vgl. Buttm. Lexil. II p. 264), das [[Scheermesser]]; [[κρᾶτα]] πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241; Ar. Eccl. 65 u. A. – Von der haarfeinen Schärfe der Scheermesserklinge übertr., νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ἢ [[ὄλεθρος]] ἠὲ βιῶναι, Il. 10, 173, sprichwörtlich von dem entscheidenden Augenblicke, wo ein Haarbreit den Ausschlag geben kann, wie Her. 6, 11 sagt: ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν πρήγματα ἢ εἶναι ἐλευθέροισι ἢ δούλοισι; vgl. Theogn. 569; ähnlich Theocr. 22, 6, ἀνθρώπων σωτῆρες ἐπὶ ξυροῦ [[ἤδη]] ἐόντων, von den Dioskuren, den Rettern in der äußersten Gefahr; vgl. Aesch. Ch. 870, ἔοικε νῦν αὐτῆς ἐπὶ ξυροῦ [[πέλας]] αὐχὴν πεσεῖσθαι; Soph. φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης, Ant. 983; ὧδ' ἔβητ' ἐπὶ ξυροῦ, Eur. Herc. Fur. 630; so auch bei sp. D.; Paroemiogr.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br />rasoir ; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἵστασθαι IL, ἔχεσθαι HDT, [[εἶναι]] THCR, <i>ou simpl.</i> ἐπὶ ξυροῦ être sous le tranchant du rasoir, <i>càd</i> au moment critique.<br />'''Étymologie:''' R. Ξυ racler ; v. [[ξέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξυρόν''': «τομόν. ἰσχνόν. ὀξὺ» Ἡσύχ.<br />ξῠρόν, τό, (ξύω, ἴδε ἐν λέξ. ξέω)· - [[ξυράφιον]], Ὅμ., κλ.· - ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς …, [[ὄλεθρος]] ἠὲ βιῶναι, μεταφ. ἡ [[σωτηρία]] [[ἵσταται]] νῦν ἐπὶ ἀκμῆς ξυροῦ, (ἢ θὰ ἀπολεσθῶμεν ἢ θὰ σωθῶμεν, - θρὶξ ἀνὰ μέσσον, ὡς λέγει ὁ Θεόκρ.) Ἰλ. Κ. 173 συχνὸν [[ὡσαύτως]] καὶ παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] πρὸς δήλωσιν σωτηρίας ἢ ἐκφυγῆς θαυμαστῆς καὶ τῶν ὁμοίων, ἀκμῆς ἑστηκυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα Σιμων. 103· ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πράγματα Ἡρόδ. 6. 11· [[κίνδυνος]] ἐπὶ ξ. [[ἵσταται]] ἀκμῆς Θέογν. 557· ἔοικε νῦν ἐπὶ ξ. [[πέλας]] αὐχὴν πεσεῖσθαι Αἰσχύλ. Χο. 883· βεβὼς ... ἐπὶ ξ. τύχης Σοφ. Ἀντ. 996· ἔβητ’ ἐπὶ ξυροῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 630· ἐπὶ ξ. [[εἶναι]] Θεόκρ. 22. 6· ἐπὶ ξ. ἑστηκέναι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 3.
|lstext='''ξυρόν''': «τομόν. ἰσχνόν. ὀξὺ» Ἡσύχ.<br />ξῠρόν, τό, (ξύω, ἴδε ἐν λέξ. ξέω)· - [[ξυράφιον]], Ὅμ., κλ.· - ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς …, [[ὄλεθρος]] ἠὲ βιῶναι, μεταφ. ἡ [[σωτηρία]] [[ἵσταται]] νῦν ἐπὶ ἀκμῆς ξυροῦ, (ἢ θὰ ἀπολεσθῶμεν ἢ θὰ σωθῶμεν, - θρὶξ ἀνὰ μέσσον, ὡς λέγει ὁ Θεόκρ.) Ἰλ. Κ. 173 συχνὸν [[ὡσαύτως]] καὶ παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] πρὸς δήλωσιν σωτηρίας ἢ ἐκφυγῆς θαυμαστῆς καὶ τῶν ὁμοίων, ἀκμῆς ἑστηκυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα Σιμων. 103· ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πράγματα Ἡρόδ. 6. 11· [[κίνδυνος]] ἐπὶ ξ. [[ἵσταται]] ἀκμῆς Θέογν. 557· ἔοικε νῦν ἐπὶ ξ. [[πέλας]] αὐχὴν πεσεῖσθαι Αἰσχύλ. Χο. 883· βεβὼς ... ἐπὶ ξ. τύχης Σοφ. Ἀντ. 996· ἔβητ’ ἐπὶ ξυροῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 630· ἐπὶ ξ. [[εἶναι]] Θεόκρ. 22. 6· ἐπὶ ξ. ἑστηκέναι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 3.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br />rasoir ; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἵστασθαι IL, ἔχεσθαι HDT, [[εἶναι]] THCR, <i>ou simpl.</i> ἐπὶ ξυροῦ être sous le tranchant du rasoir, <i>càd</i> au moment critique.<br />'''Étymologie:''' R. Ξυ racler ; v. [[ξέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth