Anonymous

ξυρόν: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br />rasoir ; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἵστασθαι IL, ἔχεσθαι HDT, [[εἶναι]] THCR, <i>ou simpl.</i> ἐπὶ ξυροῦ être sous le tranchant du rasoir, <i>càd</i> au moment critique.<br />'''Étymologie:''' R. Ξυ racler ; v. [[ξέω]].
|btext=οῦ (τό) :<br />rasoir ; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἵστασθαι IL, ἔχεσθαι HDT, [[εἶναι]] THCR, <i>ou simpl.</i> ἐπὶ ξυροῦ être sous le tranchant du rasoir, <i>càd</i> au moment critique.<br />'''Étymologie:''' R. Ξυ racler ; v. [[ξέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξῠρόν:''' τό [[бритва]] Eur., Arph., Plut.: ἐπὶ ξυροῦ (ἀκμῆς) ἵστασθαι Hom., Plut., ἔχεσθαι Her., ἐστηκέναι Luc. или εἶναι Theocr. находиться на острие бритвы, т. е. висеть на волоске, быть в критическом положении.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῠρόν:''' τό ([[ξύω]]), [[ξυράφι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς [[ὄλεθρος]] ἠὲ [[βιῶναι]], μεταφ., ο [[θάνατος]] ή η [[ζωή]] ισορροπούν στην [[κόψη]] του ξυραφιού, ή θα χαθούμε ή θα σωθούμε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται [[ἡμῖν]] τὰ πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>βεβὼς ἐπὶ ξυρῷ τύχης</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ξῠρόν:''' τό ([[ξύω]]), [[ξυράφι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς [[ὄλεθρος]] ἠὲ [[βιῶναι]], μεταφ., ο [[θάνατος]] ή η [[ζωή]] ισορροπούν στην [[κόψη]] του ξυραφιού, ή θα χαθούμε ή θα σωθούμε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται [[ἡμῖν]] τὰ πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>βεβὼς ἐπὶ ξυρῷ τύχης</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῠρόν:''' τό [[бритва]] Eur., Arph., Plut.: ἐπὶ ξυροῦ (ἀκμῆς) ἵστασθαι Hom., Plut., ἔχεσθαι Her., ἐστηκέναι Luc. или εἶναι Theocr. находиться на острие бритвы, т. е. висеть на волоске, быть в критическом положении.
}}
}}
{{etym
{{etym