3,274,917
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0550.png Seite 550]] ἡ, die wilde Taube, nach ihrer schwarzblauen Farbe benannt; bei Hom. gew. Sinnbild der Furchtsamkeit, φύγεν ὥςτε [[πέλεια]], Il. 21, 493; [[τρήρων]], oft; Aesch. Prom. 859; πεφόβημαι πτηνῆς ὡς [[ὄμμα]] πελείας, Soph. Ai. 140; Phil. 259; πτηνὸς [[κῶμος]] πελειῶν, Eur. Ion 1197; Ar. Av. 575, nach Hom. S. das Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0550.png Seite 550]] ἡ, die wilde Taube, nach ihrer schwarzblauen Farbe benannt; bei Hom. gew. Sinnbild der Furchtsamkeit, φύγεν ὥςτε [[πέλεια]], Il. 21, 493; [[τρήρων]], oft; Aesch. Prom. 859; πεφόβημαι πτηνῆς ὡς [[ὄμμα]] πελείας, Soph. Ai. 140; Phil. 259; πτηνὸς [[κῶμος]] πελειῶν, Eur. Ion 1197; Ar. Av. 575, nach Hom. S. das Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />pigeon, colombe, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πελός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέλεια''': ἡ, ([[πελὸς]]) ἡ ἀγρία [[περιστερά]], Columba oenas (πρβλ. [[οἰνάς]]), [[οὕτως]] ὀνομασθεῖσα ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ αὐτῆς χρώματος, Ὀδ. Ο. 526, κτλ.˙ ὡς [[σύμβολον]] δέους καὶ τρόμου, φύγεν ὥς τε [[πέλεια]] Ἰλ. Φ. 493˙ [[ἐντεῦθεν]] συνεχῶς καλεῖται [[τρήρων]] ([[ὅπερ]] κατήντησε νὰ τίθηται καθ’ ἑαυτὸ ἀντὶ τοῦ [[πέλεια]]), Ἰλ. Ε. 778, Ψ. 853, Ὀδ. Μ. 62, κτλ.˙ πτηνὴ π. Σοφ. Αἴ. 140, πρβλ. Εὐρ. Ἴων 853, ὑπόπτεροι π. Σοφ. Φ. 289˙ πρβλ. πελειὰς Ι. ΙΙ. πέλειαι, αἱ, [[ὄνομα]] τῶν προφητίδων ἱερειῶν τῶν παλαιῶν χρόνων, πιθ., ληφθὲν ἐκ τῶν μαντικῶν περιστερῶν τῆς Δωδώνης, Ἡρόδ. 2. 55, 57, Παυσ. 7. 21, 2., 10. 12, 10˙ [[ὡσαύτως]] πελειάδες, Σοφ. Τρ. 172. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλειαι˙ περιστεραί. καὶ αἱ ἐν Δωδώνῃ θεσπίζουσαι μάντεις. Ἀριστοτέλης φησὶ διαφέρειν περιστερὰς καὶ πελείας.» | |lstext='''πέλεια''': ἡ, ([[πελὸς]]) ἡ ἀγρία [[περιστερά]], Columba oenas (πρβλ. [[οἰνάς]]), [[οὕτως]] ὀνομασθεῖσα ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ αὐτῆς χρώματος, Ὀδ. Ο. 526, κτλ.˙ ὡς [[σύμβολον]] δέους καὶ τρόμου, φύγεν ὥς τε [[πέλεια]] Ἰλ. Φ. 493˙ [[ἐντεῦθεν]] συνεχῶς καλεῖται [[τρήρων]] ([[ὅπερ]] κατήντησε νὰ τίθηται καθ’ ἑαυτὸ ἀντὶ τοῦ [[πέλεια]]), Ἰλ. Ε. 778, Ψ. 853, Ὀδ. Μ. 62, κτλ.˙ πτηνὴ π. Σοφ. Αἴ. 140, πρβλ. Εὐρ. Ἴων 853, ὑπόπτεροι π. Σοφ. Φ. 289˙ πρβλ. πελειὰς Ι. ΙΙ. πέλειαι, αἱ, [[ὄνομα]] τῶν προφητίδων ἱερειῶν τῶν παλαιῶν χρόνων, πιθ., ληφθὲν ἐκ τῶν μαντικῶν περιστερῶν τῆς Δωδώνης, Ἡρόδ. 2. 55, 57, Παυσ. 7. 21, 2., 10. 12, 10˙ [[ὡσαύτως]] πελειάδες, Σοφ. Τρ. 172. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλειαι˙ περιστεραί. καὶ αἱ ἐν Δωδώνῃ θεσπίζουσαι μάντεις. Ἀριστοτέλης φησὶ διαφέρειν περιστερὰς καὶ πελείας.» | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |