Anonymous

παλίγκοτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] vom wiederkehrenden Groll od. Zorn, wieder grollend, feindlich gesinnt; τραχὺς παλιγκότοις [[ἔφεδρος]], Pind. N. 4, 96; [[πῆμα]], Ol. 2, 22; [[τύχη]], feindliches Geschick, Unglück, Aesch. Ag. 557; auch κλῃδών, gehässig, 837. 848; μὴ γένῃ παλίγκοτός τις ἀντιβολοῦσιν, Ar. Pax 390; sp. D., wie Theocr. 22, 58; Mosch. 4, 92; Agath. 19 (V, 280). – Von Krankheiten oder Wunden, wieder gefährlich werdend, wieder aufbrechend, Hippocr. u. folgde Medic.; auch παθήματα παλ., Schmerzen, die sich erneuern oder wiederkehren. – Adv., παλιγκότως συνεφέρετο αὐτῷ, Her. 4, 156, es ging ihm von Neuem widerwärtig, das frühere Unglück brach aufs Neue hervor.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] vom wiederkehrenden Groll od. Zorn, wieder grollend, feindlich gesinnt; τραχὺς παλιγκότοις [[ἔφεδρος]], Pind. N. 4, 96; [[πῆμα]], Ol. 2, 22; [[τύχη]], feindliches Geschick, Unglück, Aesch. Ag. 557; auch κλῃδών, gehässig, 837. 848; μὴ γένῃ παλίγκοτός τις ἀντιβολοῦσιν, Ar. Pax 390; sp. D., wie Theocr. 22, 58; Mosch. 4, 92; Agath. 19 (V, 280). – Von Krankheiten oder Wunden, wieder gefährlich werdend, wieder aufbrechend, Hippocr. u. folgde Medic.; auch παθήματα παλ., Schmerzen, die sich erneuern oder wiederkehren. – Adv., παλιγκότως συνεφέρετο αὐτῷ, Her. 4, 156, es ging ihm von Neuem widerwärtig, das frühere Unglück brach aufs Neue hervor.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a des retours de haine <i>ou</i> de colère, dont la méchanceté <i>ou</i> la colère se réveille, s'aigrit, s'exaspère ; vindicatif, haineux ; ὁ [[παλίγκοτος]] ennemi, adversaire.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[κότος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίγκοτος''': -ον, [[κυρίως]] ἐπὶ ἑλκῶν, ὁ ἐκ νέου γενόμενος [[κακοήθης]], π. παθήματα, ὡς τὸ Λατ. dolores recrudescentes, denuo excandescentes, Γαλην. 12.204· ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., αὐτῷ ... παλιγκότως συνεφέρετο, συνέβη εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν προτέραν κακήν του τύχην, Ἡρόδ. 4. 156· φέρειν τὰ συμπίπτοντα μὴ π., ὑποφέρειν τὰς συμφορὰς οὐχὶ βαρυθύμως, Εὐρ. Ἀποσπ. 576. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ [[νέας]] ἐκρήξεως πάθους, κακός, [[ἐπίμονος]], [[παλαιός]], [[ἀλλά]] τις οὐκ ἐμμὶ παλιγκότων ὀργᾶν Σαπφὼ 77· κληδόνες π., ἐπιβλαβεῖς, δυσάρεστοι φῆμαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 863, 874· π. [[τύχη]], ἐναντία [[τύχη]], [[αὐτόθι]] 571· [[πῆμα]] Πινδ. Ο. 2.36· π. ὄψιν ἰδοῦσα Μόσχ. 4. 9 2· τὰ π. λέγειν Ἀντιφῶν παρὰ Στοβ. 422. 7. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἐχθρικός]], [[δυσμενής]], τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 390, πρβλ. Θεόκρ. 22. 58· οἱ παλίγκοτοι, οἱ ἐνάντιοι, Πινδ. Ν. 4. ἐν τέλ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 376. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[πάλιν]] [[κότος]]· ἀλλ’ ἴδε [[ἀλλόκοτος]], [[νεόκοτος]]).
|lstext='''πᾰλίγκοτος''': -ον, [[κυρίως]] ἐπὶ ἑλκῶν, ὁ ἐκ νέου γενόμενος [[κακοήθης]], π. παθήματα, ὡς τὸ Λατ. dolores recrudescentes, denuo excandescentes, Γαλην. 12.204· ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., αὐτῷ ... παλιγκότως συνεφέρετο, συνέβη εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν προτέραν κακήν του τύχην, Ἡρόδ. 4. 156· φέρειν τὰ συμπίπτοντα μὴ π., ὑποφέρειν τὰς συμφορὰς οὐχὶ βαρυθύμως, Εὐρ. Ἀποσπ. 576. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ [[νέας]] ἐκρήξεως πάθους, κακός, [[ἐπίμονος]], [[παλαιός]], [[ἀλλά]] τις οὐκ ἐμμὶ παλιγκότων ὀργᾶν Σαπφὼ 77· κληδόνες π., ἐπιβλαβεῖς, δυσάρεστοι φῆμαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 863, 874· π. [[τύχη]], ἐναντία [[τύχη]], [[αὐτόθι]] 571· [[πῆμα]] Πινδ. Ο. 2.36· π. ὄψιν ἰδοῦσα Μόσχ. 4. 9 2· τὰ π. λέγειν Ἀντιφῶν παρὰ Στοβ. 422. 7. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἐχθρικός]], [[δυσμενής]], τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 390, πρβλ. Θεόκρ. 22. 58· οἱ παλίγκοτοι, οἱ ἐνάντιοι, Πινδ. Ν. 4. ἐν τέλ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 376. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[πάλιν]] [[κότος]]· ἀλλ’ ἴδε [[ἀλλόκοτος]], [[νεόκοτος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a des retours de haine <i>ou</i> de colère, dont la méchanceté <i>ou</i> la colère se réveille, s'aigrit, s'exaspère ; vindicatif, haineux ; ὁ [[παλίγκοτος]] ennemi, adversaire.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[κότος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater