Anonymous

παλίγκοτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a des retours de haine <i>ou</i> de colère, dont la méchanceté <i>ou</i> la colère se réveille, s'aigrit, s'exaspère ; vindicatif, haineux ; ὁ [[παλίγκοτος]] ennemi, adversaire.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[κότος]].
|btext=ος, ον :<br />qui a des retours de haine <i>ou</i> de colère, dont la méchanceté <i>ou</i> la colère se réveille, s'aigrit, s'exaspère ; vindicatif, haineux ; ὁ [[παλίγκοτος]] ennemi, adversaire.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[κότος]].
}}
{{elnl
|elnltext=παλίγκοτος -ον [πάλιν, κότος] met hernieuwde woede; vijandig, kwaadaardig:; τύχη π. kwaadaardig lot Aeschl. Ag. 571; κληδόνας παλιγκότους ongelukstijdingen Aeschl. Ag. 863; geneesk. erg, met ernstige gevolgen; subst. vijand:; οἱ ἐμοὶ παλίγκοτοι mijn vijanden Aeschl. Suppl. 376; adv. παλιγκότως op slechte, kwalijke wijze:. αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως het verging hem slecht Hdt. 4.156.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίγκοτος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[противник]], [[враг]] Pind., Aesch.<br />постоянно разгорающийся, т. е. неутолимо враждебный, злой (κληδόνες, [[τύχη]] Aesch.; [[πῆμα]] Pind.): π. τινι Arph. враждебный кому-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίγκοτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> λέγεται για τραύματα, αυτός που γίνεται εκ νέου [[κακοήθης]]· μεταφ. σε επίρρ., <i>αὐτῷπαλιγκότως συνεφέρετο</i>, σύμφωνα με την [[παλιά]] κακή του [[τύχη]] συνέβη σ' αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[νέα]] [[έκρηξη]] πάθους, <i>κληδόνες παλίγκοτοι</i>, επιζήμια, δυσάρεστη [[αναφορά]], σε Αισχύλ.· [[παλίγκοτος]] [[τύχη]], [[δυσμενής]] [[τύχη]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[εχθρικός]], [[κακοήθης]], σε Αριστοφ., Θεόκρ.· <i>παλίγκοτοι</i>, οι εχθροί, σε Πίνδ. (το <i>-κοτος</i>, φαίνεται να είναι [[κατάληξη]] όπως στο [[ἀλλόκοτος]]).
|lsmtext='''πᾰλίγκοτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> λέγεται για τραύματα, αυτός που γίνεται εκ νέου [[κακοήθης]]· μεταφ. σε επίρρ., <i>αὐτῷπαλιγκότως συνεφέρετο</i>, σύμφωνα με την [[παλιά]] κακή του [[τύχη]] συνέβη σ' αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[νέα]] [[έκρηξη]] πάθους, <i>κληδόνες παλίγκοτοι</i>, επιζήμια, δυσάρεστη [[αναφορά]], σε Αισχύλ.· [[παλίγκοτος]] [[τύχη]], [[δυσμενής]] [[τύχη]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[εχθρικός]], [[κακοήθης]], σε Αριστοφ., Θεόκρ.· <i>παλίγκοτοι</i>, οι εχθροί, σε Πίνδ. (το <i>-κοτος</i>, φαίνεται να είναι [[κατάληξη]] όπως στο [[ἀλλόκοτος]]).
}}
{{elnl
|elnltext=παλίγκοτος -ον [πάλιν, κότος] met hernieuwde woede; vijandig, kwaadaardig:; τύχη π. kwaadaardig lot Aeschl. Ag. 571; κληδόνας παλιγκότους ongelukstijdingen Aeschl. Ag. 863; geneesk. erg, met ernstige gevolgen; subst. vijand:; οἱ ἐμοὶ παλίγκοτοι mijn vijanden Aeschl. Suppl. 376; adv. παλιγκότως op slechte, kwalijke wijze:. αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως het verging hem slecht Hdt. 4.156.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίγκοτος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[противник]], [[враг]] Pind., Aesch.<br />постоянно разгорающийся, т. е. неутолимо враждебный, злой (κληδόνες, [[τύχη]] Aesch.; [[πῆμα]] Pind.): π. τινι Arph. враждебный кому-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj