3,277,218
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0440.png Seite 440]] das Kind, den Knaben oder das Mädchen betreffend, kindisch, knabenhaft, mädchenhaft; Ar. Lys. 415; [[ἄθλημα]], Plat. Legg. VIII, 873 c, öfter; [[ἡλικία]], Knabenalter, Plut.; μαθήματα, Pol. 9, 21, 4; οὐδὲν ἠρώτα παιδικόν, Plut. Alex. 5; im Gegensatz von [[παρθένιος]], [[αὐλός]], Arist. H. A. 7, 1. – Bes. = den geliebten Knaben betreffend, ὁ παιδικὸς [[ἔρως]], Plat. Rep. X, 608 a; gew. τὰ παιδικά, der Liebling, auf eine Person gehend; [[ἥδομαι]] τοῖς παιδικοῖσι, Eur. Cycl. 580; Ar. Vesp. 1025; παιδικά ποτε ὢν [[αὐτοῦ]], Thuc. 1, 132; [[στρατόπεδον]] ἐραστῶν καὶ παιδικῶν, Plat. Conv. 178 e; λέγεσθαι αὐτὸν παιδικὰ τοῦ Παρμενίδου γεγονέναι, Parmen. 127 b; Xen. Mem. 2, 1, 24; auch übertr. die Lieblingsbeschäftigung, τὴν φιλοσοφίαν, τὰ ἐμὰ παιδικά, παῦσον ταῦτα λέγουσαν, Plat. Gorg. 482 a, d. i. meine Geliebte; selten vom geliebten Mädchen; comic. bei Phot. p. 369, 4; παιδικὸς [[λόγος]], eine Liebesgeschichte, Xen. Cyr. 1, 4, 27, vgl. Lob. Phryn. 420. – Adv., παιδικῶς καὶ φιλικῶς ἔφη, Plat. Lys. 211 a; Ggstz von σπουδαίως, Crat. 406 c, wie auch das adj. für scherzhaft, spaßhaft gebraucht ist, Xen. Ages. 8, 2 u. Folgde, wie Pol. 3, 11, 7; Plut. Thes. 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0440.png Seite 440]] das Kind, den Knaben oder das Mädchen betreffend, kindisch, knabenhaft, mädchenhaft; Ar. Lys. 415; [[ἄθλημα]], Plat. Legg. VIII, 873 c, öfter; [[ἡλικία]], Knabenalter, Plut.; μαθήματα, Pol. 9, 21, 4; οὐδὲν ἠρώτα παιδικόν, Plut. Alex. 5; im Gegensatz von [[παρθένιος]], [[αὐλός]], Arist. H. A. 7, 1. – Bes. = den geliebten Knaben betreffend, ὁ παιδικὸς [[ἔρως]], Plat. Rep. X, 608 a; gew. τὰ παιδικά, der Liebling, auf eine Person gehend; [[ἥδομαι]] τοῖς παιδικοῖσι, Eur. Cycl. 580; Ar. Vesp. 1025; παιδικά ποτε ὢν [[αὐτοῦ]], Thuc. 1, 132; [[στρατόπεδον]] ἐραστῶν καὶ παιδικῶν, Plat. Conv. 178 e; λέγεσθαι αὐτὸν παιδικὰ τοῦ Παρμενίδου γεγονέναι, Parmen. 127 b; Xen. Mem. 2, 1, 24; auch übertr. die Lieblingsbeschäftigung, τὴν φιλοσοφίαν, τὰ ἐμὰ παιδικά, παῦσον ταῦτα λέγουσαν, Plat. Gorg. 482 a, d. i. meine Geliebte; selten vom geliebten Mädchen; comic. bei Phot. p. 369, 4; παιδικὸς [[λόγος]], eine Liebesgeschichte, Xen. Cyr. 1, 4, 27, vgl. Lob. Phryn. 420. – Adv., παιδικῶς καὶ φιλικῶς ἔφη, Plat. Lys. 211 a; Ggstz von σπουδαίως, Crat. 406 c, wie auch das adj. für scherzhaft, spaßhaft gebraucht ist, Xen. Ages. 8, 2 u. Folgde, wie Pol. 3, 11, 7; Plut. Thes. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne les enfants <i>càd</i> :<br /><b>1</b> d'enfant : παιδικὸς [[χορός]] LYS chœur d'enfants;<br /><b>2</b> qui concerne un enfant aimé ; τὰ παιδικά favori, mignon;<br /><b>II.</b> d'enfant, puéril ; badin, niais.<br />'''Étymologie:''' [[παῖς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παιδικός''': -ή, -όν, ([[παῖς]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[παιδίον]] ἄρρεν ἢ θῆλυ ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς [[παιδίον]], [[μάλιστα]] πρὸς ἄρρεν, Λατ. puerilis (ἀντίθετον τῷ [[παρθένιος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 7), Σοφ. Ἀποσπ. 721, Ἀριστοφ. Λυσ. 415, Πλάτ. Πολ. 608Α, κτλ.· π. [[χορός]], ὁ χορὸς παίδων, Λυσίας 162. 1· π. [[δῶρον]], [[δῶρον]] εἰς παῖδα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 18· π. ἁμαρτίαι, φιλίαι [[αὐτόθι]] 3. 12, 5., 9. 3, 4· π. μαθήματα, τὰ στοιχειώδη μαθήματα, [[μάλιστα]] ἡ [[γεωμετρία]], Πολύβ. 9. 21, 4· [[μέτρησις]] Στράβ. 105 ([[ἔνθα]] τὰ πλεῖστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι πεδική)· τὸ π. [[νικᾶν]], [[νικᾶν]] ἐν τοῖς παιδικοῖς ἀγῶσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1416, πρβλ. 212,-13, -16, κ. ἀλλ.· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[αὐλός]]. 2) [[παιγνιώδης]], διασκεδαστικός, Πλάτ. Κρατ. 406C, Ξενοφ. Ἀγησ. 8, 2· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ σπουδαίως, Πλάτ. Κρατ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσ. 211Α, κτλ. 3) [[παιδαριώδης]], [[φθόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 49Α· ἠλίθιον καὶ [[λίαν]] π. Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 6, 6. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀγαπητὸν παῖδα, παιδικοί θ’ ὕμνοι φλέγονται, ᾄσματα ἐρωτικά, Βακχυλ. 4 [13], 17· π. [[λόγος]], ἐρωτική [[διήγησις]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27· παιδικὰ (ἐξυπακ. [[μέλη]]), [[οἷον]] τὸ 29 Εἰδύλλ. τοῦ Θεοκρ. 2) ὡς οὐσιαστ., παιδικά, ῶν, τά, ἠγαπημένον, εὐνοούμενον [[πρόσωπον]], ἀντικείμενον περιπαθοῦς ἀγάπης, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ παιδὸς ἄρρενος, καὶ ἀείποτε ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ὡς τὸ Λατ. deliciae, Σοφ. Ἀποσπ. 165, Θουκ. 1. 132, Πλάτ. Πρωτ. 315Ε, κτλ., πρβλ. Heind. εἰς Φαίδωνα 73D· [Ζήνων] π. τοῦ Παρμενίδου, ὁ [[ἐπιστήθιος]] μαθητὴς [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 127Β· [[ὅθεν]] ἐν χρήσει μετ’ ἀρσ. ἐπιθέτ., Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Stallb. εἰς Φαῖδρ. 238E· -σπανίως εὕρηται ὡς πράγματι πληθ., ἐρασταὶ καὶ π. Πλάτ. Συμπ. 178Ε. β) σπανίως ἐπὶ κορασίου, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 7, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 38, πρβλ. Φιλόστρ. 679. γ) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. deliciae, ἠγαπημένη σπουδὴ καὶ [[μελέτη]], [[φιλοσοφία]] τά ἐμὰ π. Πλάτ. Γοργ. 482Α. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 420. (Ἐκ τοῦ παιδικά, τά, παράγεται τὸ Λατ. paedicare, paedico). | |lstext='''παιδικός''': -ή, -όν, ([[παῖς]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[παιδίον]] ἄρρεν ἢ θῆλυ ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς [[παιδίον]], [[μάλιστα]] πρὸς ἄρρεν, Λατ. puerilis (ἀντίθετον τῷ [[παρθένιος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 7), Σοφ. Ἀποσπ. 721, Ἀριστοφ. Λυσ. 415, Πλάτ. Πολ. 608Α, κτλ.· π. [[χορός]], ὁ χορὸς παίδων, Λυσίας 162. 1· π. [[δῶρον]], [[δῶρον]] εἰς παῖδα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 18· π. ἁμαρτίαι, φιλίαι [[αὐτόθι]] 3. 12, 5., 9. 3, 4· π. μαθήματα, τὰ στοιχειώδη μαθήματα, [[μάλιστα]] ἡ [[γεωμετρία]], Πολύβ. 9. 21, 4· [[μέτρησις]] Στράβ. 105 ([[ἔνθα]] τὰ πλεῖστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι πεδική)· τὸ π. [[νικᾶν]], [[νικᾶν]] ἐν τοῖς παιδικοῖς ἀγῶσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1416, πρβλ. 212,-13, -16, κ. ἀλλ.· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[αὐλός]]. 2) [[παιγνιώδης]], διασκεδαστικός, Πλάτ. Κρατ. 406C, Ξενοφ. Ἀγησ. 8, 2· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ σπουδαίως, Πλάτ. Κρατ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσ. 211Α, κτλ. 3) [[παιδαριώδης]], [[φθόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 49Α· ἠλίθιον καὶ [[λίαν]] π. Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 6, 6. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀγαπητὸν παῖδα, παιδικοί θ’ ὕμνοι φλέγονται, ᾄσματα ἐρωτικά, Βακχυλ. 4 [13], 17· π. [[λόγος]], ἐρωτική [[διήγησις]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27· παιδικὰ (ἐξυπακ. [[μέλη]]), [[οἷον]] τὸ 29 Εἰδύλλ. τοῦ Θεοκρ. 2) ὡς οὐσιαστ., παιδικά, ῶν, τά, ἠγαπημένον, εὐνοούμενον [[πρόσωπον]], ἀντικείμενον περιπαθοῦς ἀγάπης, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ παιδὸς ἄρρενος, καὶ ἀείποτε ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ὡς τὸ Λατ. deliciae, Σοφ. Ἀποσπ. 165, Θουκ. 1. 132, Πλάτ. Πρωτ. 315Ε, κτλ., πρβλ. Heind. εἰς Φαίδωνα 73D· [Ζήνων] π. τοῦ Παρμενίδου, ὁ [[ἐπιστήθιος]] μαθητὴς [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 127Β· [[ὅθεν]] ἐν χρήσει μετ’ ἀρσ. ἐπιθέτ., Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Stallb. εἰς Φαῖδρ. 238E· -σπανίως εὕρηται ὡς πράγματι πληθ., ἐρασταὶ καὶ π. Πλάτ. Συμπ. 178Ε. β) σπανίως ἐπὶ κορασίου, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 7, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 38, πρβλ. Φιλόστρ. 679. γ) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. deliciae, ἠγαπημένη σπουδὴ καὶ [[μελέτη]], [[φιλοσοφία]] τά ἐμὰ π. Πλάτ. Γοργ. 482Α. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 420. (Ἐκ τοῦ παιδικά, τά, παράγεται τὸ Λατ. paedicare, paedico). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |