Anonymous

παιδικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne les enfants <i>càd</i> :<br /><b>1</b> d'enfant : παιδικὸς [[χορός]] LYS chœur d'enfants;<br /><b>2</b> qui concerne un enfant aimé ; τὰ παιδικά favori, mignon;<br /><b>II.</b> d'enfant, puéril ; badin, niais.<br />'''Étymologie:''' [[παῖς]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne les enfants <i>càd</i> :<br /><b>1</b> d'enfant : παιδικὸς [[χορός]] LYS chœur d'enfants;<br /><b>2</b> qui concerne un enfant aimé ; τὰ παιδικά favori, mignon;<br /><b>II.</b> d'enfant, puéril ; badin, niais.<br />'''Étymologie:''' [[παῖς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παιδικός''': , -όν, ([[παῖς]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[παιδίον]] ἄρρεν ἢ θῆλυ ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς [[παιδίον]], [[μάλιστα]] πρὸς ἄρρεν, Λατ. puerilis (ἀντίθετον τῷ [[παρθένιος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 7), Σοφ. Ἀποσπ. 721, Ἀριστοφ. Λυσ. 415, Πλάτ. Πολ. 608Α, κτλ.· π. [[χορός]], ὁ χορὸς παίδων, Λυσίας 162. 1· π. [[δῶρον]], [[δῶρον]] εἰς παῖδα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 18· π. ἁμαρτίαι, φιλίαι [[αὐτόθι]] 3. 12, 5., 9. 3, 4· π. μαθήματα, τὰ στοιχειώδη μαθήματα, [[μάλιστα]] ἡ [[γεωμετρία]], Πολύβ. 9. 21, 4· [[μέτρησις]] Στράβ. 105 ([[ἔνθα]] τὰ πλεῖστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι πεδική)· τὸ π. [[νικᾶν]], [[νικᾶν]] ἐν τοῖς παιδικοῖς ἀγῶσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1416, πρβλ. 212,-13, -16, κ. ἀλλ.· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[αὐλός]]. 2) [[παιγνιώδης]], διασκεδαστικός, Πλάτ. Κρατ. 406C, Ξενοφ. Ἀγησ. 8, 2· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ σπουδαίως, Πλάτ. Κρατ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσ. 211Α, κτλ. 3) [[παιδαριώδης]], [[φθόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 49Α· ἠλίθιον καὶ [[λίαν]] π. Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 6, 6. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀγαπητὸν παῖδα, παιδικοί θ’ ὕμνοι φλέγονται, ᾄσματα ἐρωτικά, Βακχυλ. 4 [13], 17· π. [[λόγος]], ἐρωτική [[διήγησις]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27· παιδικὰ (ἐξυπακ. [[μέλη]]), [[οἷον]] τὸ 29 Εἰδύλλ. τοῦ Θεοκρ. 2) ὡς οὐσιαστ., παιδικά, ῶν, τά, ἠγαπημένον, εὐνοούμενον [[πρόσωπον]], ἀντικείμενον περιπαθοῦς ἀγάπης, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ παιδὸς ἄρρενος, καὶ ἀείποτε ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ὡς τὸ Λατ. deliciae, Σοφ. Ἀποσπ. 165, Θουκ. 1. 132, Πλάτ. Πρωτ. 315Ε, κτλ., πρβλ. Heind. εἰς Φαίδωνα 73D· [Ζήνων] π. τοῦ Παρμενίδου, ὁ [[ἐπιστήθιος]] μαθητὴς [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 127Β· [[ὅθεν]] ἐν χρήσει μετ’ ἀρσ. ἐπιθέτ., Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Stallb. εἰς Φαῖδρ. 238E· -σπανίως εὕρηται ὡς πράγματι πληθ., ἐρασταὶ καὶ π. Πλάτ. Συμπ. 178Ε. β) σπανίως ἐπὶ κορασίου, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 7, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 38, πρβλ. Φιλόστρ. 679. γ) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. deliciae, ἠγαπημένη σπουδὴ καὶ [[μελέτη]], [[φιλοσοφία]] τά ἐμὰ π. Πλάτ. Γοργ. 482Α. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 420. (Ἐκ τοῦ παιδικά, τά, παράγεται τὸ Λατ. paedicare, paedico).
|elnltext=παιδικός -ή -όν [παῖς] kinder-:; π. χορός kinderkoor Lys. 21.4; παιδικὸν δῶρον geschenk voor een kind Aristot. EN 1123a15; overdr.. πέος ἔχοντ’ οὐ παιδικόν met een allesbehalve kinderachtige pik Aristoph. Lys. 415. kinderlijk:. πονεῖν παιδιᾶς χάριν ἠλίθιον φαίνεται καὶ λίαν παιδικόν zich inspannen voor de grap lijkt dwaas en zeer kinderlijk Aristot. EN 1176b33. grappig, speels:. τὸν δὲ παιδικὸν οὐδὲν κωλύει διελθεῖν niets belet mij de speelse aanpak te kiezen Plat. Crat. 406c. over jongensliefde:; παιδικὸς λόγος (jongens-)liefdesverhaal Xen. Cyr. 1.4.27; subst. τὰ παιδικά vriendje, liefje (jongste partner in een pederastische verhouding):; τίσι δὲ παιδικοῖς ὁμιλεῖν met welke vriendjes omgang te hebben Xen. Mem. 2.1.24; subst. ook overdr. (grote) liefde, passie:. τὴν φιλοσοφίαν, τὰ ἐμὰ παιδικά de filosofie, mijn passie Plat. Grg. 482a.
}}
{{elru
|elrutext='''παιδικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[детский]], [[юношеский]] ([[ἄθλημα]] Plat.; [[ἡλικία]], [[ἱμάτιον]] Plut.): π. [[χορός]] Lys. детский хор;<br /><b class="num">2)</b> [[ребяческий]], [[несерьезный]] ([[ἠλίθιος]] καὶ [[λίαν]] π. Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[любимый]], [[излюбленный]] (см. [[παιδικά]]);<br /><b class="num">4)</b> [[любовный]]: π. [[λόγος]] Xen. любовная повесть.<br /><b class="num">II</b> ὁ любимец, (ἐρασταὶ καὶ παιδικοί Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παιδικός:''' -ή, -όν ([[παῖς]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[παιδί]], [[παιδικός]], Λατ. [[puerilis]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παιγνιώδης]], [[διασκεδαστικός]], στον ίδ., Ξεν.· ομοίως, επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αγαπητό [[παιδί]], παιδικὸς [[λόγος]], ερωτική [[διήγηση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ. <i>παιδικά</i>, <i>-ῶν</i>, αγαπητά, αγαπημένα, Λατ. [[deliciae]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''παιδικός:''' -ή, -όν ([[παῖς]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[παιδί]], [[παιδικός]], Λατ. [[puerilis]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παιγνιώδης]], [[διασκεδαστικός]], στον ίδ., Ξεν.· ομοίως, επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αγαπητό [[παιδί]], παιδικὸς [[λόγος]], ερωτική [[διήγηση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ. <i>παιδικά</i>, <i>-ῶν</i>, αγαπητά, αγαπημένα, Λατ. [[deliciae]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παιδικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[детский]], [[юношеский]] ([[ἄθλημα]] Plat.; [[ἡλικία]], [[ἱμάτιον]] Plut.): π. [[χορός]] Lys. детский хор;<br /><b class="num">2)</b> [[ребяческий]], [[несерьезный]] ([[ἠλίθιος]] καὶ [[λίαν]] π. Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[любимый]], [[излюбленный]] (см. [[παιδικά]]);<br /><b class="num">4)</b> [[любовный]]: π. [[λόγος]] Xen. любовная повесть.<br /><b class="num">II</b> ὁ любимец, (ἐρασταὶ καὶ παιδικοί Plat.).
|lstext='''παιδικός''': -ή, -όν, ([[παῖς]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[παιδίον]] ἄρρεν ἢ θῆλυ ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς [[παιδίον]], [[μάλιστα]] πρὸς ἄρρεν, Λατ. puerilis (ἀντίθετον τῷ [[παρθένιος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 7), Σοφ. Ἀποσπ. 721, Ἀριστοφ. Λυσ. 415, Πλάτ. Πολ. 608Α, κτλ.· π. [[χορός]], ὁ χορὸς παίδων, Λυσίας 162. 1· π. [[δῶρον]], [[δῶρον]] εἰς παῖδα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 18· π. ἁμαρτίαι, φιλίαι [[αὐτόθι]] 3. 12, 5., 9. 3, 4· π. μαθήματα, τὰ στοιχειώδη μαθήματα, [[μάλιστα]] ἡ [[γεωμετρία]], Πολύβ. 9. 21, 4· [[μέτρησις]] Στράβ. 105 ([[ἔνθα]] τὰ πλεῖστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι πεδική)· τὸ π. [[νικᾶν]], [[νικᾶν]] ἐν τοῖς παιδικοῖς ἀγῶσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1416, πρβλ. 212,-13, -16, κ. ἀλλ.· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[αὐλός]]. 2) [[παιγνιώδης]], διασκεδαστικός, Πλάτ. Κρατ. 406C, Ξενοφ. Ἀγησ. 8, 2· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ σπουδαίως, Πλάτ. Κρατ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσ. 211Α, κτλ. 3) [[παιδαριώδης]], [[φθόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 49Α· ἠλίθιον καὶ [[λίαν]] π. Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 6, 6. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀγαπητὸν παῖδα, παιδικοί θ’ ὕμνοι φλέγονται, ᾄσματα ἐρωτικά, Βακχυλ. 4 [13], 17· π. [[λόγος]], ἐρωτική [[διήγησις]], Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27· παιδικὰ (ἐξυπακ. [[μέλη]]), [[οἷον]] τὸ 29 Εἰδύλλ. τοῦ Θεοκρ. 2) ὡς οὐσιαστ., παιδικά, ῶν, τά, ἠγαπημένον, εὐνοούμενον [[πρόσωπον]], ἀντικείμενον περιπαθοῦς ἀγάπης, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ παιδὸς ἄρρενος, καὶ ἀείποτε ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ὡς τὸ Λατ. deliciae, Σοφ. Ἀποσπ. 165, Θουκ. 1. 132, Πλάτ. Πρωτ. 315Ε, κτλ., πρβλ. Heind. εἰς Φαίδωνα 73D· [Ζήνων] π. τοῦ Παρμενίδου, ὁ [[ἐπιστήθιος]] μαθητὴς [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 127Β· [[ὅθεν]] ἐν χρήσει μετ’ ἀρσ. ἐπιθέτ., Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Stallb. εἰς Φαῖδρ. 238E· -σπανίως εὕρηται ὡς πράγματι πληθ., ἐρασταὶ καὶ π. Πλάτ. Συμπ. 178Ε. β) σπανίως ἐπὶ κορασίου, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 7, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 38, πρβλ. Φιλόστρ. 679. γ) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. deliciae, ἠγαπημένη σπουδὴ καὶ [[μελέτη]], [[φιλοσοφία]] τά ἐμὰ π. Πλάτ. Γοργ. 482Α. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 420. (Ἐκ τοῦ παιδικά, τά, παράγεται τὸ Λατ. paedicare, paedico).
}}
{{elnl
|elnltext=παιδικός -ή -όν [παῖς] kinder-:; π. χορός kinderkoor Lys. 21.4; παιδικὸν δῶρον geschenk voor een kind Aristot. EN 1123a15; overdr.. πέος ἔχοντ’ οὐ παιδικόν met een allesbehalve kinderachtige pik Aristoph. Lys. 415. kinderlijk:. πονεῖν παιδιᾶς χάριν ἠλίθιον φαίνεται καὶ λίαν παιδικόν zich inspannen voor de grap lijkt dwaas en zeer kinderlijk Aristot. EN 1176b33. grappig, speels:. τὸν δὲ παιδικὸν οὐδὲν κωλύει διελθεῖν niets belet mij de speelse aanpak te kiezen Plat. Crat. 406c. over jongensliefde:; παιδικὸς λόγος (jongens-)liefdesverhaal Xen. Cyr. 1.4.27; subst. τὰ παιδικά vriendje, liefje (jongste partner in een pederastische verhouding):; τίσι δὲ παιδικοῖς ὁμιλεῖν met welke vriendjes omgang te hebben Xen. Mem. 2.1.24; subst. ook overdr. (grote) liefde, passie:. τὴν φιλοσοφίαν, τὰ ἐμὰ παιδικά de filosofie, mijn passie Plat. Grg. 482a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj