3,270,341
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0497.png Seite 497]] neben od. an dem Seile, an der Leine gehend, gew. [[ἵππος]], das nicht ins Joch gespannte, sondern daneben, an der Leine ziehende Pferd, Handpferd (vgl. [[σειραφόρος]]), Ggstz von [[ζύγιος]], Themist., zw. Dah. nebenher gehend, der Gefährte, Πυλάδης ποδὶ κηδοσύνῳ [[παράσειρος]], Eur. Or. 1017; – παρασείρους καθίησιν ὁρμιάς, auf beiden Seiten, Ael. H. A. 15, 10; vgl. Xen. Cyn. 5, 25; – τὰ παράσειρα, auch παράσυρα geschrieben, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, VLL. u. sp. Medic. Nach Poll. 2, 182 auch die letzten Rippen, bei Hesych. παρασείρια. – Bei Ath. V, 206 c ist τὸ παράσειρον f. l. für [[παράσειον]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0497.png Seite 497]] neben od. an dem Seile, an der Leine gehend, gew. [[ἵππος]], das nicht ins Joch gespannte, sondern daneben, an der Leine ziehende Pferd, Handpferd (vgl. [[σειραφόρος]]), Ggstz von [[ζύγιος]], Themist., zw. Dah. nebenher gehend, der Gefährte, Πυλάδης ποδὶ κηδοσύνῳ [[παράσειρος]], Eur. Or. 1017; – παρασείρους καθίησιν ὁρμιάς, auf beiden Seiten, Ael. H. A. 15, 10; vgl. Xen. Cyn. 5, 25; – τὰ παράσειρα, auch παράσυρα geschrieben, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, VLL. u. sp. Medic. Nach Poll. 2, 182 auch die letzten Rippen, bei Hesych. παρασείρια. – Bei Ath. V, 206 c ist τὸ παράσειρον f. l. für [[παράσειον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se trouve à côté, sur le côté, de chaque côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], σεῖρα. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράσειρος''': -ον, (σειρὰ) ἐζευγμένος πλησίον, π. [[ἵππος]], ὁ παρεζευγμένος εἰς τὰ πλάγια τοῦ συνήθους ζεύγους, = [[σειραφόρος]], Πολυδ. Α΄, 141, Θεμίστ. σελ. 60, 12· - μεταφορ., [[ὁμόζυξ]], ἀληθὴς [[σύντροφος]], Εὐρ. Ὀρ. 1017. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ πλησίον ἢ παραπλεύρως κείμενος, κτλ., Ξεν. Κυν. 5, 23 (κατὰ τὸν Schneid. ἀντὶ παράσηρος), Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· - παράσειρα, τά, [[ἐσφαλμένως]] φέρεται παράσυρα, αἱ [[ἑκατέρωθεν]] τῆς γλώσσης κοιλότητες, Πολυδ. Β΄, 107· παρ’ Ἡσυχ. [[περισείρια]]· - δύο πλευραὶ π., αἱ δύο κατώταται τῶν γνησίων πλευρῶν, Πολυδ. Β΄, 128. | |lstext='''παράσειρος''': -ον, (σειρὰ) ἐζευγμένος πλησίον, π. [[ἵππος]], ὁ παρεζευγμένος εἰς τὰ πλάγια τοῦ συνήθους ζεύγους, = [[σειραφόρος]], Πολυδ. Α΄, 141, Θεμίστ. σελ. 60, 12· - μεταφορ., [[ὁμόζυξ]], ἀληθὴς [[σύντροφος]], Εὐρ. Ὀρ. 1017. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ πλησίον ἢ παραπλεύρως κείμενος, κτλ., Ξεν. Κυν. 5, 23 (κατὰ τὸν Schneid. ἀντὶ παράσηρος), Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· - παράσειρα, τά, [[ἐσφαλμένως]] φέρεται παράσυρα, αἱ [[ἑκατέρωθεν]] τῆς γλώσσης κοιλότητες, Πολυδ. Β΄, 107· παρ’ Ἡσυχ. [[περισείρια]]· - δύο πλευραὶ π., αἱ δύο κατώταται τῶν γνησίων πλευρῶν, Πολυδ. Β΄, 128. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |