3,274,498
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0501.png Seite 501]] daneben, dabei, an der Seite ziehen, [[ἔπος]], ein nicht zur Sache gehöriges Wort herbeiziehen, Aesch. Prom. 1067; – mit fortreißen, vom Strome, D. Sic. 17, 55, wie Ar. Equ. 527 übertr. sagt Κρατίνου, ὃς πολλῷ ῥεύσας ποτ' ἐπαίνῳ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς [[δρῦς]]; Pol. κατὰ τοὺς διέκπλους παρασύροντες τῶν πολεμίων νεῶν τοὺς ταρσούς, 16, 4, 14; D. Sic. 11, 18. 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0501.png Seite 501]] daneben, dabei, an der Seite ziehen, [[ἔπος]], ein nicht zur Sache gehöriges Wort herbeiziehen, Aesch. Prom. 1067; – mit fortreißen, vom Strome, D. Sic. 17, 55, wie Ar. Equ. 527 übertr. sagt Κρατίνου, ὃς πολλῷ ῥεύσας ποτ' ἐπαίνῳ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς [[δρῦς]]; Pol. κατὰ τοὺς διέκπλους παρασύροντες τῶν πολεμίων νεῶν τοὺς ταρσούς, 16, 4, 14; D. Sic. 11, 18. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> παρέσυρα, <i>Pass. ao.2</i> παρεσύρην, <i>pf.</i> παρασέσυρμαι;<br /><b>1</b> tirer de côté, emporter avec soi (dans son cours);<br /><b>2</b> tirer (par les cheveux) ; introduire par violence <i>ou</i> sans raison.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σύρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρασύρω''': [υ], ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ὁρμητικοῦ ῥεύματος, παραφέρω, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ’ ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς [[δρῦς]] κτλ., παρασύρων τὰς [[δρῦς]] ἐκ τῶν θέσεων αὐτῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 527· τοῦ ῥεύματος ἡ [[ὀξύτης]] πολλοὺς ... παρέσυρε Διόδ. 17. 55· ἐπὶ ῥητόρων, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς ... ἅπαντα ... π. Λογγῖν. 32. 33· - οἱ παρασεσυρμένοι = ὑποσκελισμένοι, ἐπὶ παλαιστῶν, Ἡσύχ. - Παθ., ἀόρ. παρεσύρην [ῠ], πρόσγειοι Ἄννα Κομν. 2. 346, 3· π. ὑπὸ τῶν ὅπλων Θεμίστ. 93C· μεταφορ., ἐκ λήθης π. Τζέτζ. Ἱστ. 9. 751. 2) ταρσοὺς [[παρασύρω]], [[παρασύρω]] τὰς κώπας πλοίου παρερχόμενος παρ’ αὐτὸ [[μέχρι]] ψαύσεως, Πολύβ. 16. 4, 14, Διόδ. 13. 16, κ. ἀλλ.: ἀμετάβ., ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου π., [[ἐπιψαύω]] πλαγίως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902. 3) [[ἁρπάζω]] καὶ [[φεύγω]], [[κλέπτω]], ἴκτινος ὡς ἔκλαγξε περασύρας [[κρέας]] Σοφ. Ἀποσπ. 890. - Μέσ., λείαν παρεσύραντο Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 162. 4) π. [[ἔπος]], [[παρεισάγω]] λέξιν τινά, μεταχειρίζομαι αὐτὴν ἀτόπως καὶ ἀκαίρως, Αἰσχύλ. Πρ. 1065. 5) = [[σύρω]], παρασύρειν εἰς τὰ κριτήρια (= δικαστήρια) τινὰ Πάπυρ. Βερολ. 613, 3. | |lstext='''παρασύρω''': [υ], ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ὁρμητικοῦ ῥεύματος, παραφέρω, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ’ ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς [[δρῦς]] κτλ., παρασύρων τὰς [[δρῦς]] ἐκ τῶν θέσεων αὐτῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 527· τοῦ ῥεύματος ἡ [[ὀξύτης]] πολλοὺς ... παρέσυρε Διόδ. 17. 55· ἐπὶ ῥητόρων, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς ... ἅπαντα ... π. Λογγῖν. 32. 33· - οἱ παρασεσυρμένοι = ὑποσκελισμένοι, ἐπὶ παλαιστῶν, Ἡσύχ. - Παθ., ἀόρ. παρεσύρην [ῠ], πρόσγειοι Ἄννα Κομν. 2. 346, 3· π. ὑπὸ τῶν ὅπλων Θεμίστ. 93C· μεταφορ., ἐκ λήθης π. Τζέτζ. Ἱστ. 9. 751. 2) ταρσοὺς [[παρασύρω]], [[παρασύρω]] τὰς κώπας πλοίου παρερχόμενος παρ’ αὐτὸ [[μέχρι]] ψαύσεως, Πολύβ. 16. 4, 14, Διόδ. 13. 16, κ. ἀλλ.: ἀμετάβ., ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου π., [[ἐπιψαύω]] πλαγίως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902. 3) [[ἁρπάζω]] καὶ [[φεύγω]], [[κλέπτω]], ἴκτινος ὡς ἔκλαγξε περασύρας [[κρέας]] Σοφ. Ἀποσπ. 890. - Μέσ., λείαν παρεσύραντο Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 162. 4) π. [[ἔπος]], [[παρεισάγω]] λέξιν τινά, μεταχειρίζομαι αὐτὴν ἀτόπως καὶ ἀκαίρως, Αἰσχύλ. Πρ. 1065. 5) = [[σύρω]], παρασύρειν εἰς τὰ κριτήρια (= δικαστήρια) τινὰ Πάπυρ. Βερολ. 613, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |