Anonymous

παραστάτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] ὁ, der daneben od. dabei Stehende, Gefährte; Ἰόλᾳ ἐών, Pind. N. 3, 36; Aesch. Pers. 918; Soph. Ant. 671; Eur. Heracl. 90; πυλῶν, Rhes. 506; in der Schlachtordnung der Nebenmann, Her. 6, 117 u. Folgde, bes. zum Schutz, ᾐτεῖτο θεοὺς ἡγεμόνας γίγνεσθαι τῇ στρατιᾷ καὶ παραστάτας ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους, Xen. Cyr. 3, 3, 21; auch im Chor, Arist. pol. 3, 4, 6, vgl. Jac. Ach. Tat. p. 903. – Auf den Schiffen zwei Stützen zur Befestigung des Mastes im Schiffsboden, Att. Seew. p. 126. – In der Anatomie sind παραστάται die Oberhoden, ἐπιδιδυμίδες, auch die Hoden selbst bei den Vögeln.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] ὁ, der daneben od. dabei Stehende, Gefährte; Ἰόλᾳ ἐών, Pind. N. 3, 36; Aesch. Pers. 918; Soph. Ant. 671; Eur. Heracl. 90; πυλῶν, Rhes. 506; in der Schlachtordnung der Nebenmann, Her. 6, 117 u. Folgde, bes. zum Schutz, ᾐτεῖτο θεοὺς ἡγεμόνας γίγνεσθαι τῇ στρατιᾷ καὶ παραστάτας ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους, Xen. Cyr. 3, 3, 21; auch im Chor, Arist. pol. 3, 4, 6, vgl. Jac. Ach. Tat. p. 903. – Auf den Schiffen zwei Stützen zur Befestigung des Mastes im Schiffsboden, Att. Seew. p. 126. – In der Anatomie sind παραστάται die Oberhoden, ἐπιδιδυμίδες, auch die Hoden selbst bei den Vögeln.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui se tient auprès ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> [[assistant]], [[soutien]], [[auxiliaire]];<br /><b>2</b> soldat placé dans les rangs à côté d'un autre, <i>et spécial.</i> fantassin placé à côté d'un cavalier;<br /><b>3</b> <i>p. anal. (t. méd.)</i> les bourses.<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραστάτης''': -ου, ὁ, (παρίσταμαι) ὁ πλησίον ἱστάμενος, [[ὑπερασπιστής]], φρουροὶ καὶ π. πυλῶν Εὐρ. Ρῆσ. 506. ΙΙ. ὁ παραπλεύρως ἱστάμενος [[συστρατιώτης]] (ὡς προστάτης καλεῖται ὁ πρό τινος ἱστάμενος [[συστρατιώτης]], [[ἐπιστάτης]] δὲ ὁ ἐν τῇ [[ὄπισθεν]] σειρᾷ ἱστάμενος), τὸν [[ἑωυτοῦ]] π. Ἡρόδ. 6. 117, πρβλ. Ξενοφ. Κύρ. 3. 3, 59., 8. 1, 10· παρήγγειλε τοὺς ἐπιστάτας μεταβαίνειν εἰς παραστάτην Πολύαιν. 2. 10, 4, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub.· - ἀκολούθως [[καθόλου]], [[σύντροφος]], Ἡρόδ. 6. 107, Πινδ. Ν. 3. 62, Αἰσχύλ. Πέρσ. 956, κτλ.· οἱ ἔφηβοι ὑπισχνοῦντο ἐνόρκως μὴ ἐγκαταλείπειν τὸν παραστάτην, Πολυδ. Η΄, 105, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 5, Λυκοῦργ. 157. 28· - ἐπὶ ἵππου, π. ἐν μάχαις Βάβρ. 76. 3· - [[ἐντεῦθεν]], βοηθός, [[συνήγορος]], δίκης Εὐρ. Ἀποσπ. 297· ἐπὶ τῶν θεῶν, π. ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους Ξεν. Κύρ. 3. 3, 21, πρβλ. Ποιητὴν παρ’ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 30. 2) ὁ πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερὰ [[σύντροφος]], ἐν χορῷ τεταγμένῳ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 6, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 11, 4. ΙΙΙ. οἱ ὑπηρέται τῶν [[ἕνδεκα]] ἐν Ἀθήναις, Α. Β. 296, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. IV. οἱ παραστάται, οἱ ὄρχεις, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, Ἱππ. 278. 36, Ἀθήν. 395F, κτλ. V. ἐπὶ πλοίου, δύο τεμάχια ξύλου ὑποστηρίζοντα τὸν ἱστὸν, Böckh’s Urk. ü. d. Att. Seewesen σελ. 126. VI. = [[παραστάς]]. Βιτρούβ. 10. 15· καὶ ὡς θηλ., 5. 1 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφῆς parastaticae).
|lstext='''παραστάτης''': -ου, ὁ, (παρίσταμαι) ὁ πλησίον ἱστάμενος, [[ὑπερασπιστής]], φρουροὶ καὶ π. πυλῶν Εὐρ. Ρῆσ. 506. ΙΙ. ὁ παραπλεύρως ἱστάμενος [[συστρατιώτης]] (ὡς προστάτης καλεῖται ὁ πρό τινος ἱστάμενος [[συστρατιώτης]], [[ἐπιστάτης]] δὲ ὁ ἐν τῇ [[ὄπισθεν]] σειρᾷ ἱστάμενος), τὸν [[ἑωυτοῦ]] π. Ἡρόδ. 6. 117, πρβλ. Ξενοφ. Κύρ. 3. 3, 59., 8. 1, 10· παρήγγειλε τοὺς ἐπιστάτας μεταβαίνειν εἰς παραστάτην Πολύαιν. 2. 10, 4, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub.· - ἀκολούθως [[καθόλου]], [[σύντροφος]], Ἡρόδ. 6. 107, Πινδ. Ν. 3. 62, Αἰσχύλ. Πέρσ. 956, κτλ.· οἱ ἔφηβοι ὑπισχνοῦντο ἐνόρκως μὴ ἐγκαταλείπειν τὸν παραστάτην, Πολυδ. Η΄, 105, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 5, Λυκοῦργ. 157. 28· - ἐπὶ ἵππου, π. ἐν μάχαις Βάβρ. 76. 3· - [[ἐντεῦθεν]], βοηθός, [[συνήγορος]], δίκης Εὐρ. Ἀποσπ. 297· ἐπὶ τῶν θεῶν, π. ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους Ξεν. Κύρ. 3. 3, 21, πρβλ. Ποιητὴν παρ’ Αἰλ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 1. 30. 2) ὁ πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερὰ [[σύντροφος]], ἐν χορῷ τεταγμένῳ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 6, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 11, 4. ΙΙΙ. οἱ ὑπηρέται τῶν [[ἕνδεκα]] ἐν Ἀθήναις, Α. Β. 296, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. IV. οἱ παραστάται, οἱ ὄρχεις, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, Ἱππ. 278. 36, Ἀθήν. 395F, κτλ. V. ἐπὶ πλοίου, δύο τεμάχια ξύλου ὑποστηρίζοντα τὸν ἱστὸν, Böckh’s Urk. ü. d. Att. Seewesen σελ. 126. VI. = [[παραστάς]]. Βιτρούβ. 10. 15· καὶ ὡς θηλ., 5. 1 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφῆς parastaticae).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui se tient auprès ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> [[assistant]], [[soutien]], [[auxiliaire]];<br /><b>2</b> soldat placé dans les rangs à côté d'un autre, <i>et spécial.</i> fantassin placé à côté d'un cavalier;<br /><b>3</b> <i>p. anal. (t. méd.)</i> les bourses.<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]].
}}
}}
{{eles
{{eles