Anonymous

παραστάτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui se tient auprès ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> [[assistant]], [[soutien]], [[auxiliaire]];<br /><b>2</b> soldat placé dans les rangs à côté d'un autre, <i>et spécial.</i> fantassin placé à côté d'un cavalier;<br /><b>3</b> <i>p. anal. (t. méd.)</i> les bourses.<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui se tient auprès ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> [[assistant]], [[soutien]], [[auxiliaire]];<br /><b>2</b> soldat placé dans les rangs à côté d'un autre, <i>et spécial.</i> fantassin placé à côté d'un cavalier;<br /><b>3</b> <i>p. anal. (t. méd.)</i> les bourses.<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραστάτης:''' ου (τᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[стоящий рядом]], [[сосед по строю]] Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[парастат]], т. е. [[хоревт]], [[стоящий рядом с корифеем]] Arst.;<br /><b class="num">3)</b> [[товарищ]] Her., Pind., Aesch.;<br /><b class="num">4)</b> [[помощник]], [[защитник]] (παραστάται καὶ σύμμαχοι Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[приставленный для охраны]] (π. πυλῶν Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (παρίσταμαι),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που στέκεται δίπλα, [[υπερασπιστής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[στρατιώτης]] που συμπαρίσταται ([[προστάτης]] καλείται ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]]), ενώ [[ἐπιστάτης]], ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]]), σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, [[σύντροφος]], [[υποστηρικτής]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[δεξιά]] ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ.
|lsmtext='''παραστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (παρίσταμαι),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που στέκεται δίπλα, [[υπερασπιστής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[στρατιώτης]] που συμπαρίσταται ([[προστάτης]] καλείται ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]]), ενώ [[ἐπιστάτης]], ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]]), σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, [[σύντροφος]], [[υποστηρικτής]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[δεξιά]] ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραστάτης:''' ου (τᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[стоящий рядом]], [[сосед по строю]] Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[парастат]], т. е. [[хоревт]], [[стоящий рядом с корифеем]] Arst.;<br /><b class="num">3)</b> [[товарищ]] Her., Pind., Aesch.;<br /><b class="num">4)</b> [[помощник]], [[защитник]] (παραστάται καὶ σύμμαχοι Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[приставленный для охраны]] (π. πυλῶν Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj