Anonymous

παραστατικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] ή, όν, 1) was das Vermögen hat, Etwas vor die Seele od. vor die Sinne zu stellen, anzudeuten, innerlich anzuregen, Sp., bes. Gramm.; τὰ [[μέλη]] [[κέντρον]] ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ παραστατικὸν ὁρμῆς, Plut. Lyc. 21; ἦν τὸ γιγνόμενον ἐκπληκτικὸν καὶ παραστατικὸν ἀγωνίας, Pol. 3, 43, 8; Sp. – 2) wer gefaßt ist und der Gefahr entgegentritt, kühn, τῆς ψυχῆς γενναιότητι λαμπρότερος καὶ παραστατικώτερος ἢ [[πρόσθεν]], Pol. 16, 5. 7, öfter; auch im schlimmen Sinne, ἀποθηριοῦσθαι καὶ παραστατικὴν λαμβάνειν διάθεσιν, 1, 67, 6; [[ὁρμή]], wüthender Angriff, 33, 8, 5. – 3) verzückt, sowohl von propbellscher Begeisterung, als wahnsinnig. – Adv., bes. in der 2. Bdtg, Pol. 16, 28 u. A.; παραστατικώτερον τὸν κίνδυνον ὑπέμειναν, D. Sic. 20, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] ή, όν, 1) was das Vermögen hat, Etwas vor die Seele od. vor die Sinne zu stellen, anzudeuten, innerlich anzuregen, Sp., bes. Gramm.; τὰ [[μέλη]] [[κέντρον]] ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ παραστατικὸν ὁρμῆς, Plut. Lyc. 21; ἦν τὸ γιγνόμενον ἐκπληκτικὸν καὶ παραστατικὸν ἀγωνίας, Pol. 3, 43, 8; Sp. – 2) wer gefaßt ist und der Gefahr entgegentritt, kühn, τῆς ψυχῆς γενναιότητι λαμπρότερος καὶ παραστατικώτερος ἢ [[πρόσθεν]], Pol. 16, 5. 7, öfter; auch im schlimmen Sinne, ἀποθηριοῦσθαι καὶ παραστατικὴν λαμβάνειν διάθεσιν, 1, 67, 6; [[ὁρμή]], wüthender Angriff, 33, 8, 5. – 3) verzückt, sowohl von propbellscher Begeisterung, als wahnsinnig. – Adv., bes. in der 2. Bdtg, Pol. 16, 28 u. A.; παραστατικώτερον τὸν κίνδυνον ὑπέμειναν, D. Sic. 20, 11.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui excite, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραστᾰτικός''': ἡ, όν, ἀρμόδιος ὄπως [[ἵσταται]] πλησίον τινός· ἐπίρρ. -κῶς, Φώτ., Σουΐδ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ παραστήση τι ἐνώπιόν τινος, ὁ παρέχων ἔννοιάν τινος, φιλανθρωπίας Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 7· ἀληθοῦς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 249· - ἀπολ., ὁ ποιῶν τι κατάδηλον, αύτοθι 202, κτλ. 3) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξεγείρῃ, μετὰ γεν., ἀγωνίας Πολύβ. 3. 43, 8 ὁρμῆς Πλουτ. Λυκοῦργ. 21· παρ. [[πρός]] τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σέξτ. Ἐμπειρ. 4) ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς, π. τινος, ὁ ἀφιερωμένος εἰς μνήμην τινός, Συλλ. Ἐπιγρ. 9213-18. ΙΙ. ὁ ἔχων ἑτοιμότητα πνεύματος, [[εὐθαρσής]], [[εὔτολμος]], Πολύβ. 16. 5, 7. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 16. 28, 8, Διόδ., κλ. 2) [[παράφορος]], ἀπεγνωκώς, Πολύβ. 1. 67, 6, κτλ.· π. τὰς διανοίας ὁ αὐτ. 18. 29, 10 ΙΙΙ. parastatica= [[παραστάς]], Πλίν. 33. 15, πρβλ. [[παραστάτης]] VI.
|lstext='''παραστᾰτικός''': ἡ, όν, ἀρμόδιος ὄπως [[ἵσταται]] πλησίον τινός· ἐπίρρ. -κῶς, Φώτ., Σουΐδ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ παραστήση τι ἐνώπιόν τινος, ὁ παρέχων ἔννοιάν τινος, φιλανθρωπίας Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 7· ἀληθοῦς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 249· - ἀπολ., ὁ ποιῶν τι κατάδηλον, αύτοθι 202, κτλ. 3) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξεγείρῃ, μετὰ γεν., ἀγωνίας Πολύβ. 3. 43, 8 ὁρμῆς Πλουτ. Λυκοῦργ. 21· παρ. [[πρός]] τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σέξτ. Ἐμπειρ. 4) ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς, π. τινος, ὁ ἀφιερωμένος εἰς μνήμην τινός, Συλλ. Ἐπιγρ. 9213-18. ΙΙ. ὁ ἔχων ἑτοιμότητα πνεύματος, [[εὐθαρσής]], [[εὔτολμος]], Πολύβ. 16. 5, 7. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 16. 28, 8, Διόδ., κλ. 2) [[παράφορος]], ἀπεγνωκώς, Πολύβ. 1. 67, 6, κτλ.· π. τὰς διανοίας ὁ αὐτ. 18. 29, 10 ΙΙΙ. parastatica= [[παραστάς]], Πλίν. 33. 15, πρβλ. [[παραστάτης]] VI.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui excite, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml