Anonymous

παρεκβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0513.png Seite 513]] (s. [[βαίνω]]), daneben weg-, darüber binausschreiten, d. i. überschreiten, καὶ μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου, Hes. O. 224, wie τοῦ καθήκοντος, seine Pflicht verletzen, Pol. 12, 8, 1; u. c. accus., τὸ [[πᾶν]] Διὸς [[σέβας]] παρεκβάντες, Aesch. Ch. 635; τὰ νενομισμένα, Plut. Num. 9; absol., über das Maaß hinausgehen, Arist. eth. 4, 5 u. öfter; – abschweifen, bes. in der Rede, [[ἡμεῖς]] δὲ λέγωμεν, [[ὅθεν]] παρεξέβημεν Arist. eth. 1, 5, u. öfter; ἀπὸ τούτων, Pol. 4, 9, 1 u. sonst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0513.png Seite 513]] (s. [[βαίνω]]), daneben weg-, darüber binausschreiten, d. i. überschreiten, καὶ μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου, Hes. O. 224, wie τοῦ καθήκοντος, seine Pflicht verletzen, Pol. 12, 8, 1; u. c. accus., τὸ [[πᾶν]] Διὸς [[σέβας]] παρεκβάντες, Aesch. Ch. 635; τὰ νενομισμένα, Plut. Num. 9; absol., über das Maaß hinausgehen, Arist. eth. 4, 5 u. öfter; – abschweifen, bes. in der Rede, [[ἡμεῖς]] δὲ λέγωμεν, [[ὅθεν]] παρεξέβημεν Arist. eth. 1, 5, u. öfter; ἀπὸ τούτων, Pol. 4, 9, 1 u. sonst.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aller au delà en s'écartant de, s'écarter de, <i>au propre avec</i> ἔκ τινος, <i>fig.</i> gén. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> faire une digression en parlant.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκβαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεκβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἐξέρχομαι]] κατὰ [[μέρος]] ἀπό τινος, [[ἀπομακρύνομαι]], μετὰ γεν., δικαίου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 224· τοῦ εὖ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 9, 8· τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 3, 5· τῆς ἀριστοκρατίας π. ἡ [[τάξις]] [[αὐτόθι]] 2. 11, 8· [[ὡσαύτως]], π . ἐκ τοῦ γένους ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 2· ἐκ τῆς τάσεως Πολύβ. 8. 28, 8. 2) μετ’ αἰτ., [[παραβαίνω]], Διὸς [[σέβας]] Αἰσχύλ. Χο. 645· τὰ πάτρια Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 5· τὸ πολιτείας [[εἶδος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 10, 3· τὴν φύσιν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 17· ἡ ῥὶς π. τὴν εὐθύτητα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9. 7. 3) ἀπολ., παρεκτρέπομαι, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 13· ἐπὶ μικρὸν π. [[αὐτόθι]] 8. 10, 3· αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι (ἴδε [[παρέκβασις]]) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 1, 9, καὶ ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθαὶ [πολιτεῖαι] [[αὐτόθι]] 3. 11, 21· π. ἐς ἃ μὴ [[θέμις]] Ἀνθ. Πλαν. 243. ΙΙ. [[ἐξέρχομαι]] τοῦ προκειμένου, [[ὅθεν]] παρεξέβημεν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 5, 1· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 7· τινὸς ἢ ἀπό τινος Πολύβ. 12. 8, 1., 4. 9, 1.
|lstext='''παρεκβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἐξέρχομαι]] κατὰ [[μέρος]] ἀπό τινος, [[ἀπομακρύνομαι]], μετὰ γεν., δικαίου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 224· τοῦ εὖ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 9, 8· τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 3, 5· τῆς ἀριστοκρατίας π. ἡ [[τάξις]] [[αὐτόθι]] 2. 11, 8· [[ὡσαύτως]], π . ἐκ τοῦ γένους ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 2· ἐκ τῆς τάσεως Πολύβ. 8. 28, 8. 2) μετ’ αἰτ., [[παραβαίνω]], Διὸς [[σέβας]] Αἰσχύλ. Χο. 645· τὰ πάτρια Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 5· τὸ πολιτείας [[εἶδος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 10, 3· τὴν φύσιν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 17· ἡ ῥὶς π. τὴν εὐθύτητα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9. 7. 3) ἀπολ., παρεκτρέπομαι, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 13· ἐπὶ μικρὸν π. [[αὐτόθι]] 8. 10, 3· αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι (ἴδε [[παρέκβασις]]) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 1, 9, καὶ ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθαὶ [πολιτεῖαι] [[αὐτόθι]] 3. 11, 21· π. ἐς ἃ μὴ [[θέμις]] Ἀνθ. Πλαν. 243. ΙΙ. [[ἐξέρχομαι]] τοῦ προκειμένου, [[ὅθεν]] παρεξέβημεν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 5, 1· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 7· τινὸς ἢ ἀπό τινος Πολύβ. 12. 8, 1., 4. 9, 1.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aller au delà en s'écartant de, s'écarter de, <i>au propre avec</i> ἔκ τινος, <i>fig.</i> gén. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> faire une digression en parlant.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml