Anonymous

παραγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0474.png Seite 474]] später -[[γίνομαι]] (s. [[γίγνομαι]]), daneben od. dabei sein, zugegen od. anwesend sein; [[καί]] [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί, Od. 17, 173; μάρτυρες ὀρθαὶ τοῖσι θανοῦσιν παραγιγνόμεναι, Aesch. Eum. 319; Ar. Equ. 410; πολλοῖσι παρεγενόμην, Her. 8, 109; παρεγένου τῇ μάχῃ, Plat. Charm. 153 c; Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ich war dabei, als Sophokles gefragt wurde, Rep. I, 329 b; φόβοι παραγιγνόμενοί τινι, Isocr. 5, 34; – aber auch ἐν τῷ συνδείπνῳ, ἐν τῇ συνουσίᾳ, Plat. Conv. 172 b 173 b; ἐν τῇ μάχῃ, Xen. An. 1, 7, 12; auch mit Rücksicht auf die vorangegangene Bewegung, hinkommen, παρεγένετο εἰσΣάρδεις, An. 1, 2, 3. 3, 4, 38; εἰς τόπον, Her. 1, 185; ἐς [[ταὐτό]], 2, 4; εἰς τὸν κίνδυνον παρεγένοντο, Pol. 3, 8, 11; vgl. noch Her. [[καί]] σφι ὁ [[κύκλος]] τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιὼν παραγίνεται, 2, 4. – Vor Gericht Einem beistehen, adesse, Plat. Rep. II, 368 b, τινί, – Von Pflanzen, fortkommen, Theophr. bei Ath. III, 77 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0474.png Seite 474]] später -[[γίνομαι]] (s. [[γίγνομαι]]), daneben od. dabei sein, zugegen od. anwesend sein; [[καί]] [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί, Od. 17, 173; μάρτυρες ὀρθαὶ τοῖσι θανοῦσιν παραγιγνόμεναι, Aesch. Eum. 319; Ar. Equ. 410; πολλοῖσι παρεγενόμην, Her. 8, 109; παρεγένου τῇ μάχῃ, Plat. Charm. 153 c; Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ich war dabei, als Sophokles gefragt wurde, Rep. I, 329 b; φόβοι παραγιγνόμενοί τινι, Isocr. 5, 34; – aber auch ἐν τῷ συνδείπνῳ, ἐν τῇ συνουσίᾳ, Plat. Conv. 172 b 173 b; ἐν τῇ μάχῃ, Xen. An. 1, 7, 12; auch mit Rücksicht auf die vorangegangene Bewegung, hinkommen, παρεγένετο εἰσΣάρδεις, An. 1, 2, 3. 3, 4, 38; εἰς τόπον, Her. 1, 185; ἐς [[ταὐτό]], 2, 4; εἰς τὸν κίνδυνον παρεγένοντο, Pol. 3, 8, 11; vgl. noch Her. [[καί]] σφι ὁ [[κύκλος]] τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιὼν παραγίνεται, 2, 4. – Vor Gericht Einem beistehen, adesse, Plat. Rep. II, 368 b, τινί, – Von Pflanzen, fortkommen, Theophr. bei Ath. III, 77 e.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραγενήσομαι, <i>ao.</i> παρεγενόμην;<br /><b>1</b> être à côté <i>ou</i> auprès de, être présent à, assister à, τινι : πολλοῖσι παρεγενόμην HDT j’ai été témoin de beaucoup de faits (semblables) ; [[καί]] [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί OD et il était présent à leur repas;<br /><b>2</b> venir en aide, assister, secourir : π. μάχῃ τινί THC qqn dans un combat;<br /><b>3</b> venir se joindre, survenir : παρεγένοντο [[αἱ]] [[νῆες]] HDT les navires survinrent;<br /><b>4</b> <i>avec un sujet de chose</i> survenir, échoir en partage à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραγίγνομαι''': Ἰων. καὶ παρὰ μεταγεν.· -[[γίνομαι]] [ῑ]: μέλλ. γενήσομαι: ἀόρ. β΄ παρεγενόμην. Παρευρίσκομαι, μετὰ δοτ. προσ. καὶ πράγμ., καί [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί, παρευρίσκετο εἰς τὸ [[συμπόσιον]] αὐτῶν, παρίστατο, Ὀδ. Ρ. 173· μόνον μετὰ δοτ. προσ., π. Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ἦτο πλησίον του ὅτε ἠρωτᾶτο, Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 23· μόνον μετὰ δοτικ. πράγματος, π. τῇ μάχῃ, παρευρίσκομαι ἐν., Πλάτ. Χαρμ. 153C τῇ συνουσίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 172C, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 109· [[ὡσαύτως]], π. ἐν τοῖς ἀγῶσι Ἰσοκρ. 243Β· ἐν τοῖς λόγοις, ἐν τῇ συνουσίᾳ Πλάτ. Πρωτ. 337Α, Συμπ. 173Ε· ἀπολ., Ἀντιφῶν 118. 21. 2) παραγίγνομαί τινι, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[πλευρόν]] τινος, πλησίον τινός, παρίσταμαι, [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, [[ὑποστηρίζω]], Ἡσ. Θ. 429. 432, 436, Ἡρόδ. 3. 32· μάρτυρες τοῖσι θανοῦσι π. Αἰσχύλ. Εὐμ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 242 ἐπὶ τινα, [[ἐναντίον]] τινός, Θουκ. 2. 95· μάχῃ .. π. τισι, [[ὑποστηρίζω]] ἐν τῇ μάχῃ, ὁ αὐτ. 5. 54, πρβλ. 6. 67. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐπέρχομαι]], [[προσγίγνομαι]], π. τινι, Λατ. contingere alicui, [[ὅθεν]] καί τις [[δύναμις]] παρεγένετο Θουκ. 1. 15, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· φόβοι παραγιγνόμενοί τινι Ἰσοκρ. 89Α· [[ἀρετὴ]] π. θείᾳ μοίρᾳ Πλάτ. Μένων 99Ε, πρβλ. 86D, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 3· ἐπὶ ἐπιστημονικῆς μαθήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 1, 1· - ἀπροσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι Πλάτ. Μένων 71Α. ΙΙ. [[παρουσιάζομαι]], [[ἔρχομαι]], τινι Θέογν. 139, Ξενοφ. Κύρ. 4. 1, 14, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. εἰς τόπον Ἡρόδ. 1. 185 π. ἐς [[τωὐτό]], καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], ὁ αὐτ. 2. 4, πρβλ. 1. 32· ἐπὶ τὰς ταφὰς Αἰσχίν. 87. 22· - ἀπολ., [[φθάνω]], [[ἔρχομαι]], [[καταφθάνω]], παρεγένοντο αἱ [[νῆες]] Ἡρόδ. 6. 95. 2) [[φθάνω]] εἰς ὡριμότητα, [[ὡριμάζω]], ἐπὶ σίτου, ὁ αὐτ. 1. 193· ἐπὶ τῶν κεράτων τῶν βοῶν, [[λαμβάνω]] τελείαν αὔξησιν, ὁ αὐτ. 4. 29. ΙΙΙ. παραγίνομαι ἀπό, κατάγομαι, «Ἀριστόβουλος Ἀριστοβούλου, ματρὸς δὲ Διαγορίδας τᾶς Κυδία, παραγινόμενος δὲ ἀπὸ Πλατίνας τᾶς Πασία» Ἐπιγρ. Κῶ 495.
|lstext='''παραγίγνομαι''': Ἰων. καὶ παρὰ μεταγεν.· -[[γίνομαι]] [ῑ]: μέλλ. γενήσομαι: ἀόρ. β΄ παρεγενόμην. Παρευρίσκομαι, μετὰ δοτ. προσ. καὶ πράγμ., καί [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί, παρευρίσκετο εἰς τὸ [[συμπόσιον]] αὐτῶν, παρίστατο, Ὀδ. Ρ. 173· μόνον μετὰ δοτ. προσ., π. Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ἦτο πλησίον του ὅτε ἠρωτᾶτο, Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 23· μόνον μετὰ δοτικ. πράγματος, π. τῇ μάχῃ, παρευρίσκομαι ἐν., Πλάτ. Χαρμ. 153C τῇ συνουσίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 172C, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 109· [[ὡσαύτως]], π. ἐν τοῖς ἀγῶσι Ἰσοκρ. 243Β· ἐν τοῖς λόγοις, ἐν τῇ συνουσίᾳ Πλάτ. Πρωτ. 337Α, Συμπ. 173Ε· ἀπολ., Ἀντιφῶν 118. 21. 2) παραγίγνομαί τινι, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[πλευρόν]] τινος, πλησίον τινός, παρίσταμαι, [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, [[ὑποστηρίζω]], Ἡσ. Θ. 429. 432, 436, Ἡρόδ. 3. 32· μάρτυρες τοῖσι θανοῦσι π. Αἰσχύλ. Εὐμ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 242 ἐπὶ τινα, [[ἐναντίον]] τινός, Θουκ. 2. 95· μάχῃ .. π. τισι, [[ὑποστηρίζω]] ἐν τῇ μάχῃ, ὁ αὐτ. 5. 54, πρβλ. 6. 67. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐπέρχομαι]], [[προσγίγνομαι]], π. τινι, Λατ. contingere alicui, [[ὅθεν]] καί τις [[δύναμις]] παρεγένετο Θουκ. 1. 15, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· φόβοι παραγιγνόμενοί τινι Ἰσοκρ. 89Α· [[ἀρετὴ]] π. θείᾳ μοίρᾳ Πλάτ. Μένων 99Ε, πρβλ. 86D, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 3· ἐπὶ ἐπιστημονικῆς μαθήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 1, 1· - ἀπροσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι Πλάτ. Μένων 71Α. ΙΙ. [[παρουσιάζομαι]], [[ἔρχομαι]], τινι Θέογν. 139, Ξενοφ. Κύρ. 4. 1, 14, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. εἰς τόπον Ἡρόδ. 1. 185 π. ἐς [[τωὐτό]], καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], ὁ αὐτ. 2. 4, πρβλ. 1. 32· ἐπὶ τὰς ταφὰς Αἰσχίν. 87. 22· - ἀπολ., [[φθάνω]], [[ἔρχομαι]], [[καταφθάνω]], παρεγένοντο αἱ [[νῆες]] Ἡρόδ. 6. 95. 2) [[φθάνω]] εἰς ὡριμότητα, [[ὡριμάζω]], ἐπὶ σίτου, ὁ αὐτ. 1. 193· ἐπὶ τῶν κεράτων τῶν βοῶν, [[λαμβάνω]] τελείαν αὔξησιν, ὁ αὐτ. 4. 29. ΙΙΙ. παραγίνομαι ἀπό, κατάγομαι, «Ἀριστόβουλος Ἀριστοβούλου, ματρὸς δὲ Διαγορίδας τᾶς Κυδία, παραγινόμενος δὲ ἀπὸ Πλατίνας τᾶς Πασία» Ἐπιγρ. Κῶ 495.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραγενήσομαι, <i>ao.</i> παρεγενόμην;<br /><b>1</b> être à côté <i>ou</i> auprès de, être présent à, assister à, τινι : πολλοῖσι παρεγενόμην HDT j’ai été témoin de beaucoup de faits (semblables) ; [[καί]] [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί OD et il était présent à leur repas;<br /><b>2</b> venir en aide, assister, secourir : π. μάχῃ τινί THC qqn dans un combat;<br /><b>3</b> venir se joindre, survenir : παρεγένοντο [[αἱ]] [[νῆες]] HDT les navires survinrent;<br /><b>4</b> <i>avec un sujet de chose</i> survenir, échoir en partage à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth