Anonymous

παρακολουθέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0484.png Seite 484]] nebenhergehen u. begleiten, von der Seite folgen, τινί, z. B. φέρε νῦν ἐγώ σοι παρακολουθῶ πλησίον, Ar. Eccl. 725; τῷ νοσήματι, Plat. Rep. III, 406 b; Soph. 266 c u. öfter, u. Folgende; τοῖς ἀδικήμασι, Dem. 24, 10; [[ἔχθρα]] παρὰ Λακεδαιμονίων παρηκολούθει αὐτοῖς, 59, 48; οὓς σὺ ζῶντας κολακεύων παρηκολούθεις, 18, 162; Ggstz von προγίγνεσθαι, Arist. eth. 3, 2; öfter bei Folgdn; παρακολουθεῖν διὰ παντός, durchgängig bei Etwas stattfinden; auch [[τίς]] παρακολουθεῖ ταῦτα; befolgen, Damox. bei Ath. III, 102 (v. 25); vgl. ὁ δέ μ' ἠκολούθησεν Men. fr. inc. 32, u. Lob. Phryn. 354. – Übertr., mit den Gedanken folgen, fassen, begreifen, ταῖς πράξεσιν, Pol. 3, 32, 2, öfter, bes. bei den Stoikern, die auch ἑαυτῷ παρακολουθεῖν, mit folgdm ὅτι oder partic. construiren, Arr. Epict. 3, 5, 10. 4, 5, 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0484.png Seite 484]] nebenhergehen u. begleiten, von der Seite folgen, τινί, z. B. φέρε νῦν ἐγώ σοι παρακολουθῶ πλησίον, Ar. Eccl. 725; τῷ νοσήματι, Plat. Rep. III, 406 b; Soph. 266 c u. öfter, u. Folgende; τοῖς ἀδικήμασι, Dem. 24, 10; [[ἔχθρα]] παρὰ Λακεδαιμονίων παρηκολούθει αὐτοῖς, 59, 48; οὓς σὺ ζῶντας κολακεύων παρηκολούθεις, 18, 162; Ggstz von προγίγνεσθαι, Arist. eth. 3, 2; öfter bei Folgdn; παρακολουθεῖν διὰ παντός, durchgängig bei Etwas stattfinden; auch [[τίς]] παρακολουθεῖ ταῦτα; befolgen, Damox. bei Ath. III, 102 (v. 25); vgl. ὁ δέ μ' ἠκολούθησεν Men. fr. inc. 32, u. Lob. Phryn. 354. – Übertr., mit den Gedanken folgen, fassen, begreifen, ταῖς πράξεσιν, Pol. 3, 32, 2, öfter, bes. bei den Stoikern, die auch ἑαυτῷ παρακολουθεῖν, mit folgdm ὅτι oder partic. construiren, Arr. Epict. 3, 5, 10. 4, 5, 21.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> suivre de près, τινι;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> suivre par la pensée, suivre avec soin, avec attention, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀκολουθέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰκολουθέω''': ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, παρακολουθῶ τὰ ἴχνη τινός, ἰχνηλατῶ, τινι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 725· τὸ παρακολουθοῦν [[εἴδωλον]] ἑκάστῳ Πλάτ. Σοφ. 266C, πρβλ. Δημ. 519. 12., 537. 2· οὓς σὺ ζῶντας μέν, ὦ [[κίναδος]], κολακεύων παρηκολούθεις ὁ αὐτ. 281. 22· πόροι κατὰ πάντα τὸν πλεύμονα παρακολουθοῦντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 5. ΙΙ. κατὰ διαφόρους σχέσεις τὸ μὲν σωματικάς, τὸ δὲ πνευματικάς, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, μετὰ προσοχῆς παρακολουθῶ, [[προσέχω]], ἐπὶ ἰατροῦ, π. νοσήματι Πλάτ. Πολ. 406Β· π. ἅπασι [τοῖς πονηρεύμασι], ἰχνηλατεῖν πάσας τὰς πονηρὰς [[αὐτοῦ]] πράξεις, Δημ. 423. 24· οὕτω, π. τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς ὁ αὐτ. 285. 21· παρακολουθήσεις χρόνοις, ἐπὶ ἔτη, Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 20, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 3· π. τοῖς δικαίοις Δημάδ. 178. 32. 2) ἐπὶ ἀκροατηρίου, προσέχειν νοῦν καὶ παρ. εὐμαθῶς Αἰσχίν. 16. 9· [[καθόλου]], ἀκολουθῶ διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, π. πῶς ... Πολύβ. 1. 12, 7, κτλ.· [[μάλιστα]] ὡς ὅρος τῶν στωϊκῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 33, κτλ.· [[ὡσαύτως]], παρακολουθεῖν τούτῳ ὅτι …, ἐννοεῖν ὅτι …, [[αὐτόθι]] 2. 26, 3· καὶ [[ἁπλῶς]], π. ὅτι ... Γαλην. 13. 63D· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 21. ― σπανίως μετ’ αἰτ., π. τὰ ἐψηφισμένα, λαμβάνειν γνῶσιν αὐτῶν, μανθάνειν …, Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Α. 6. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[οἷον]] ἐπὶ νόσου, πυρετοὶ π. μοι καὶ ἀλγήματα Δημ. 1260. 20· τῷ βίῳ π., [[συμβαδίζω]] μετά τινος, εἶμαι [[ἀχώριστος]] ἀπό τινος, ἐπὶ πραγμάτων ἅτινα προξενοῦσιν [[ὠφέλεια]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 262· οὕτω, αὐτοῖς π. ἡ [[ἔχθρα]] παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων Δημ. 1378. 14· ἐπὶ κανόνων, [[ἰσχύω]] διὰ παντός, ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, π. δι’ ὅλης τῆς ἱππικῆς Ξεν. Ἱππ. 8. 14. 4) ἐπὶ λογικῆς ἰδιότητος, τὸ ἀεὶ παρακολουθοῦν Ἀριστ. Τοπ. 5. 3, 7· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ γένους, ὁ αὐτ. 4. 5, 3, πρβλ. 4. 2, 17· ἐπὶ ἐννοιῶν ἀδιασπάστως ἀλλήλαις συνδεομένων, ὁ αὐτ. π. Κατηγ. 7, 30, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 9· ἐπὶ αἰτίου καὶ ἀποτελέσματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 2. 17, 3· ― πρβλ. [[παρακολούθησις]].
|lstext='''παρᾰκολουθέω''': ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, παρακολουθῶ τὰ ἴχνη τινός, ἰχνηλατῶ, τινι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 725· τὸ παρακολουθοῦν [[εἴδωλον]] ἑκάστῳ Πλάτ. Σοφ. 266C, πρβλ. Δημ. 519. 12., 537. 2· οὓς σὺ ζῶντας μέν, ὦ [[κίναδος]], κολακεύων παρηκολούθεις ὁ αὐτ. 281. 22· πόροι κατὰ πάντα τὸν πλεύμονα παρακολουθοῦντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 5. ΙΙ. κατὰ διαφόρους σχέσεις τὸ μὲν σωματικάς, τὸ δὲ πνευματικάς, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, μετὰ προσοχῆς παρακολουθῶ, [[προσέχω]], ἐπὶ ἰατροῦ, π. νοσήματι Πλάτ. Πολ. 406Β· π. ἅπασι [τοῖς πονηρεύμασι], ἰχνηλατεῖν πάσας τὰς πονηρὰς [[αὐτοῦ]] πράξεις, Δημ. 423. 24· οὕτω, π. τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς ὁ αὐτ. 285. 21· παρακολουθήσεις χρόνοις, ἐπὶ ἔτη, Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 20, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 3· π. τοῖς δικαίοις Δημάδ. 178. 32. 2) ἐπὶ ἀκροατηρίου, προσέχειν νοῦν καὶ παρ. εὐμαθῶς Αἰσχίν. 16. 9· [[καθόλου]], ἀκολουθῶ διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, π. πῶς ... Πολύβ. 1. 12, 7, κτλ.· [[μάλιστα]] ὡς ὅρος τῶν στωϊκῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 33, κτλ.· [[ὡσαύτως]], παρακολουθεῖν τούτῳ ὅτι …, ἐννοεῖν ὅτι …, [[αὐτόθι]] 2. 26, 3· καὶ [[ἁπλῶς]], π. ὅτι ... Γαλην. 13. 63D· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 21. ― σπανίως μετ’ αἰτ., π. τὰ ἐψηφισμένα, λαμβάνειν γνῶσιν αὐτῶν, μανθάνειν …, Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Α. 6. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[οἷον]] ἐπὶ νόσου, πυρετοὶ π. μοι καὶ ἀλγήματα Δημ. 1260. 20· τῷ βίῳ π., [[συμβαδίζω]] μετά τινος, εἶμαι [[ἀχώριστος]] ἀπό τινος, ἐπὶ πραγμάτων ἅτινα προξενοῦσιν [[ὠφέλεια]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 262· οὕτω, αὐτοῖς π. ἡ [[ἔχθρα]] παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων Δημ. 1378. 14· ἐπὶ κανόνων, [[ἰσχύω]] διὰ παντός, ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, π. δι’ ὅλης τῆς ἱππικῆς Ξεν. Ἱππ. 8. 14. 4) ἐπὶ λογικῆς ἰδιότητος, τὸ ἀεὶ παρακολουθοῦν Ἀριστ. Τοπ. 5. 3, 7· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ γένους, ὁ αὐτ. 4. 5, 3, πρβλ. 4. 2, 17· ἐπὶ ἐννοιῶν ἀδιασπάστως ἀλλήλαις συνδεομένων, ὁ αὐτ. π. Κατηγ. 7, 30, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 9· ἐπὶ αἰτίου καὶ ἀποτελέσματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 2. 17, 3· ― πρβλ. [[παρακολούθησις]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> suivre de près, τινι;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> suivre par la pensée, suivre avec soin, avec attention, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀκολουθέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR