3,276,901
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> suivre de près, τινι;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> suivre par la pensée, suivre avec soin, avec attention, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀκολουθέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> suivre de près, τινι;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> suivre par la pensée, suivre avec soin, avec attention, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀκολουθέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παρ-ακολουθέω, met dat. op de voet volgen,. ἐγώ σοι παρακολουθῶ laat ik je op de voet volgen Aristoph. Eccl. 725; σημεῖα τοῖς πιστευσάσιν ταῦτα παρακολουθήσει deze tekenen zullen hen die tot geloof zijn gekomen, begeleiden NT Marc. 16.17. overdr. aandachtig volgen, nagaan:. παρακολουθῶν … τῷ νοσήματι terwijl hij de ziekte nauwkeurig volgde Plat. Resp. 406b; παρηκολουθηκότα τοῖς πράγμασι ἐξ ἀρχῆς die de gebeurtenissen vanaf het begin gevolgd heeft Dem. 18.172; τῆς καλῆς διδασκαλίας ᾗ παρηκολούθηκας van de juiste leer, waarvan jij een volgeling bent NT 1 Tim. 4.6. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρᾰκολουθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[идти рядом]], [[сопровождать]], [[следовать]] (τινι Arph., Plat. etc.);<br /><b class="num">2)</b> [[следовать]], [[повиноваться]] (τῇ διδασκαλίᾳ NT);<br /><b class="num">3)</b> [[проходить]] (простираться, тянуться) вдоль (πόροι κατὰ πάντα τὸν πλεύμονα παρακολουθοῦντες Arst.): δι᾽ ὅλης τῆς ἱππικῆς παρακολουθεῖ Xen. (это правило) является общим для верховой езды;<br /><b class="num">4)</b> [[внимательно следить]], [[исследовать]] (νοσήματι Plat.; τοῖς πράγμασιν Dem.; πᾶσιν [[ἀκριβῶς]] NT);<br /><b class="num">5)</b> [[понимать]], [[постигать]] (ταῖς πράξεσιν Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> лог., филос. быть (тесно) связанным, относиться (τινι Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''παρᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]] [[στενά]], με δοτ., σε Δημ.· λέγεται για γιατρό, [[παρακολουθέω]] νοσήματι, σε Πλάτ.· ομοίως, [[παρακολουθέω]] τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς, σε Δημ.· λέγεται για [[ακροατήριο]], [[ακολουθώ]] με το [[μυαλό]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''παρᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]] [[στενά]], με δοτ., σε Δημ.· λέγεται για γιατρό, [[παρακολουθέω]] νοσήματι, σε Πλάτ.· ομοίως, [[παρακολουθέω]] τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς, σε Δημ.· λέγεται για [[ακροατήριο]], [[ακολουθώ]] με το [[μυαλό]], σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παρᾰκολουθέω''': ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, παρακολουθῶ τὰ ἴχνη τινός, ἰχνηλατῶ, τινι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 725· τὸ παρακολουθοῦν [[εἴδωλον]] ἑκάστῳ Πλάτ. Σοφ. 266C, πρβλ. Δημ. 519. 12., 537. 2· οὓς σὺ ζῶντας μέν, ὦ [[κίναδος]], κολακεύων παρηκολούθεις ὁ αὐτ. 281. 22· πόροι κατὰ πάντα τὸν πλεύμονα παρακολουθοῦντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 5. ΙΙ. κατὰ διαφόρους σχέσεις τὸ μὲν σωματικάς, τὸ δὲ πνευματικάς, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, μετὰ προσοχῆς παρακολουθῶ, [[προσέχω]], ἐπὶ ἰατροῦ, π. νοσήματι Πλάτ. Πολ. 406Β· π. ἅπασι [τοῖς πονηρεύμασι], ἰχνηλατεῖν πάσας τὰς πονηρὰς [[αὐτοῦ]] πράξεις, Δημ. 423. 24· οὕτω, π. τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς ὁ αὐτ. 285. 21· παρακολουθήσεις χρόνοις, ἐπὶ ἔτη, Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 20, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 3· π. τοῖς δικαίοις Δημάδ. 178. 32. 2) ἐπὶ ἀκροατηρίου, προσέχειν νοῦν καὶ παρ. εὐμαθῶς Αἰσχίν. 16. 9· [[καθόλου]], ἀκολουθῶ διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, π. πῶς ... Πολύβ. 1. 12, 7, κτλ.· [[μάλιστα]] ὡς ὅρος τῶν στωϊκῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 33, κτλ.· [[ὡσαύτως]], παρακολουθεῖν τούτῳ ὅτι …, ἐννοεῖν ὅτι …, [[αὐτόθι]] 2. 26, 3· καὶ [[ἁπλῶς]], π. ὅτι ... Γαλην. 13. 63D· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 21. ― σπανίως μετ’ αἰτ., π. τὰ ἐψηφισμένα, λαμβάνειν γνῶσιν αὐτῶν, μανθάνειν …, Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Α. 6. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[οἷον]] ἐπὶ νόσου, πυρετοὶ π. μοι καὶ ἀλγήματα Δημ. 1260. 20· τῷ βίῳ π., [[συμβαδίζω]] μετά τινος, εἶμαι [[ἀχώριστος]] ἀπό τινος, ἐπὶ πραγμάτων ἅτινα προξενοῦσιν [[ὠφέλεια]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 262· οὕτω, αὐτοῖς π. ἡ [[ἔχθρα]] παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων Δημ. 1378. 14· ἐπὶ κανόνων, [[ἰσχύω]] διὰ παντός, ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, π. δι’ ὅλης τῆς ἱππικῆς Ξεν. Ἱππ. 8. 14. 4) ἐπὶ λογικῆς ἰδιότητος, τὸ ἀεὶ παρακολουθοῦν Ἀριστ. Τοπ. 5. 3, 7· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ γένους, ὁ αὐτ. 4. 5, 3, πρβλ. 4. 2, 17· ἐπὶ ἐννοιῶν ἀδιασπάστως ἀλλήλαις συνδεομένων, ὁ αὐτ. π. Κατηγ. 7, 30, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 9· ἐπὶ αἰτίου καὶ ἀποτελέσματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 2. 17, 3· ― πρβλ. [[παρακολούθησις]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |