Anonymous

παρασκευή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] ἡ, Zubereitung, Vorbereitung; bes. Rüstung zum Kriege, Thuc. 2, 100; νεῶν, Ar. Ach. 190; τηλικοῦτον πόλεμον τῷ μήκει τοῦ χρόνου καὶ τῷ πλήθει τῶν παρασκευῶν, Isocr.; ἡ περὶ τὰ πολεμικά, Pol. 4, 7, 7; τὸ ναυτικὸν ἐν παρασκευῇ ἦν, Thuc. 2, 80. Auch das Gepäck des Feldherrn, Her. 9, 82. Vorbereitung, auf die Rede, Isocr. 4, 13; Vorübung, Lys. 12, 75; παρασκευαὶ γίγνονται, 3, 2; – ἐκ παρασκευῆς, mit Vorsatz oder Absicht, γίγνεται ὁ [[θάνατος]], Antiph. 6, 19; [[μάχη]] μὲν [[οὐδεμία]] ἐγένετο ἐκ παρασκευῆς, Thuc. 5, 56; ἐκ παρασκευῆς μηνύειν, Lys. 13, 22; ἀπὸ παρασκευῆς, im Ggstz von ἀπὸ τύχης, Lys. 21, 10; vgl. Thuc. 3, 133; übh. Vorbereitungen, Vorkehrungen, die man trifft, um Etwas zu erreichen, ὑγιείας, Plat. Legg. XII, 962 a, u. oft bei Rednern; ἐπί τι, Plat. Gorg. 513 d; τοῦ ζῆν, Polit. 307 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] ἡ, Zubereitung, Vorbereitung; bes. Rüstung zum Kriege, Thuc. 2, 100; νεῶν, Ar. Ach. 190; τηλικοῦτον πόλεμον τῷ μήκει τοῦ χρόνου καὶ τῷ πλήθει τῶν παρασκευῶν, Isocr.; ἡ περὶ τὰ πολεμικά, Pol. 4, 7, 7; τὸ ναυτικὸν ἐν παρασκευῇ ἦν, Thuc. 2, 80. Auch das Gepäck des Feldherrn, Her. 9, 82. Vorbereitung, auf die Rede, Isocr. 4, 13; Vorübung, Lys. 12, 75; παρασκευαὶ γίγνονται, 3, 2; – ἐκ παρασκευῆς, mit Vorsatz oder Absicht, γίγνεται ὁ [[θάνατος]], Antiph. 6, 19; [[μάχη]] μὲν [[οὐδεμία]] ἐγένετο ἐκ παρασκευῆς, Thuc. 5, 56; ἐκ παρασκευῆς μηνύειν, Lys. 13, 22; ἀπὸ παρασκευῆς, im Ggstz von ἀπὸ τύχης, Lys. 21, 10; vgl. Thuc. 3, 133; übh. Vorbereitungen, Vorkehrungen, die man trifft, um Etwas zu erreichen, ὑγιείας, Plat. Legg. XII, 962 a, u. oft bei Rednern; ἐπί τι, Plat. Gorg. 513 d; τοῦ ζῆν, Polit. 307 e.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>A.</b> action de préparer :<br /><b>1</b> préparation, <i>en gén.</i> d'un repas, de la nourriture;<br /><b>2</b> préparatifs de guerre, armement, équipement : τὸ ναυτικὸν [[ἐν]] παρασκευῇ [[ἦν]] THC on préparait la flotte, on appareillait ; [[μάχη]] [[ἐκ]] παρασκευῆς THC bataille préparée (<i>p. opp. à</i> ἐνέδραι καὶ καταδρομαί);<br /><b>3</b> préparation à un discours;<br /><b>B. I.</b> ce qui a été préparé, ce qui est à la disposition de, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> appareil, équipage;<br /><b>2</b> équipement, armement;<br /><b>3</b> préparatifs, efforts des parties pour gagner un procès ; dispositions prises par l'accusé pour échapper à la peine;<br /><b>4</b> cabale, intrigue, menées : [[ἐκ]] παρασκευῆς <i>ou</i> ἀπὸ παρασκευῆς LYS avec calcul <i>ou</i> préméditation (<i>ttf.</i> [[ἐκ]] παρασκευῆς selon les conventions);<br /><b>II.</b> le fait d'être préparé à qch ; disposition naturelle, qualités, ressources.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σκεῦος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασκευή''': ἡ, [[ἑτοιμασία]], δείπνου Ἡρόδ. 9· 82· παρασκευὴν σίτου [[προαγγέλλω]], [[παραγγέλλω]] νὰ ἑτοιμασθῇ [[σῖτος]], ὁ αὐτ. 3. 25· ἡ τῆς τροφῆς π. Πλάτ. Πολ. 369Ε, κτλ.· π. νεῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 190· ἐν τούτῳ παρασκευῆς ἦσαν, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ καταστάσει τῆς ἑτοιμασίας, Θουκ. 2. 17· ―[[ἑτοιμασία]], ἄσκησις, [[οἷον]] ἐπὶ ῥήτορος παρασκευάζοντος τὸν λόγον ὃν μέλλει νὰ ἀπαγγείλῃ, Ἰσοκρ. 43C, Λυσ. 127. 7, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 6· π. ἐπί τι Πλάτ. Γοργ. 513D· ἡ π. τῆς πραγματείας Πολύβ. 3. 26, 5· ἴδε προκατασκευὴ ἐν Ι. 13, 7. β) μετὰ προθέσεων, ἐκ παρασκευῆς, ἐκ προμελέτης, ἐκ προθέσεως, Λατ. ex instituto, Ἀντιφῶν 143. 33, Λυσ. 189. 34· [[μάχη]] ἐγένετο ἐκ παρ., ἐκ παρατάξεως, κανονικὴ [[μάχη]], Θουκ. 5. 56· [[οὕτως]], ἀπὸ παρασκευῆς ὁ αὐτ. 1. 133· ἀπὸ π. οὐδεμιᾶς Ἀντιφῶν 132. 5· δι’ ὀλίγης παρασκευῆς, ἐντὸς ὀλίγου χρόνου, ἐκ τοῦ προχείρου, Θουκ. 4. 8· τὸ ναυτικὸν ἐν π. ἦν ὁ αὐτ. 2. 80· ἦσαν ἐν π. πολέμου, ἦσαν ἐνησχολημένοι εἰς ἑτοιμασίαν δι’ αὐτὸν (πρβλ. [[κατασκευή]]), ὁ αὐτ. 8. 14, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 18· ἐν παρασκευῇ [[εἶναι]] Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 6· μετὰ παρασκευῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 5, 4· [[ἄνευ]] παρασκευῆς Πλάτ. Ἐπιστ. 326Α. 2) τὸ πορίζεσθαι, διὰ παρασκευὴν φίλων καὶ οὐσίας Πλάτ. Πολ. 361Β· ὑγιείας σώματι π. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962Α· [[προπαρασκευή]], πᾶν [[τοὐναντίον]] οὑτωσὶ ἡ παρασκευὴ ἔσται αὐτῷ ἐπὶ τὸ οἵῳ τε [[εἶναι]] ὡς πλεῖστα ἀδικεῖν ... ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 510Ε· δύ’ [[εἶναι]] τὰς παρασκευὰς ἐπὶ τὸ θεραπεύειν [[αὐτόθι]] 513D· ― [[οὕτως]] ἐν Εὐριπ. Βάκχ. 457, λευκὴν ... χροιὰν ἐς παρασκευὴν ἔχεις, φαίνεται ὅτι σημαίνει: [[ὅπως]] ἐπιτύχῃς τοῦ σχεδίου σου, δηλ. ἀπατήσῃς, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ. 3) [[ἑτοιμασία]], τεχνάσματα ἃ ἐπινοεῖ τις [[ὅπως]] ἐπιτύχῃ εὐνοϊκῆς ἀποφάσεως ἢ κατορθώσῃ τὴν ἐπιψήφισιν προτάσεως, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 4, Ἀντιφῶν 138. 37, Ἀνδοκ. 1. 1, Δημ., κλ.· πρβλ. [[παρασκευάζω]] Β. Ι. 2, [[παράταξις]] ΙΙ. ΙΙ. τὸ παρεσκευασμένον [[πρός]] τινα σκοπόν, πλοῦτοί τε καὶ πᾶσα ἡ τοιαύτη π. Πλάτ. Πολ. 495Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 14. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1), πᾶσα ἡ πολεμική [[ἑτοιμασία]], Ἀνδοκ. 14. 28, Θουκ. 6. 31, Ξεν.· ἵπποι καὶ ὅπλα καὶ ἡ ἄλλη π. Θουκ. 2. 100, πρβλ. 5. 17· γίγνεσθαι τὰς παρασκευὰς ἐποίησα Δημ. 260. 19 αἱ πρὸς πόλεμον π. Ἀριστ. Ρητορ. 2. 5, 20. 3) [[καθόλου]], [[δύναμις]], μέσα, Θουκ. 1. 1· μέσα ὑπερασπίσεως, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 2, 30, πρβλ. 2. 19, 30, Πλούτ. 2. 961C· ―περὶ τοῦ πόσον διαφέρει τῆς λέξεως κατασκευὴ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἴδε Arnold. εἰς Θουκ. 1. 10., 8. 5, καὶ πρβλ. [[παρασκευάζω]] Ι. 1. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις, ἡ [[ἡμέρα]] τῆς ἑτοιμασίας, ἡ πρὸ τοῦ Σαββάτου τοῦ Πάσχα, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 42, κ. Ἰω. ι΄, ιδ΄, 31, κτλ.· [[ἡμέρα]] παρασκευῆς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 54· πρβλ. [[προσάββατον]]. 2) = ἡ Ἀφροδίτης (ἐξυπακ. [[ἡμέρα]]), ἡ Παρασκευή, Κλήμ. Ἀλ. 877· ἡ [[μεγάλη]] π., ἡ τῆς ἑβδομάδος τῶν Παθῶν, Γ. Κωδιν. περὶ τῶν Ὀφφικ.· ἡ ἁγία π. τοῦ θείου πάθους Ἐκκλ.· ἡ παρ. τῆς ἀπόκρεω, ἡ πρὸ τῆς τεσσαρακοστῆς, Ἄννα Κομν. 1. 385, 11 καὶ 15. IV ἡ πυρετῶν π., ἡ προσέγγισις αὐτῶν, Διοσκ. 5. 29.
|lstext='''παρασκευή''': ἡ, [[ἑτοιμασία]], δείπνου Ἡρόδ. 9· 82· παρασκευὴν σίτου [[προαγγέλλω]], [[παραγγέλλω]] νὰ ἑτοιμασθῇ [[σῖτος]], ὁ αὐτ. 3. 25· ἡ τῆς τροφῆς π. Πλάτ. Πολ. 369Ε, κτλ.· π. νεῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 190· ἐν τούτῳ παρασκευῆς ἦσαν, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ καταστάσει τῆς ἑτοιμασίας, Θουκ. 2. 17· ―[[ἑτοιμασία]], ἄσκησις, [[οἷον]] ἐπὶ ῥήτορος παρασκευάζοντος τὸν λόγον ὃν μέλλει νὰ ἀπαγγείλῃ, Ἰσοκρ. 43C, Λυσ. 127. 7, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 6· π. ἐπί τι Πλάτ. Γοργ. 513D· ἡ π. τῆς πραγματείας Πολύβ. 3. 26, 5· ἴδε προκατασκευὴ ἐν Ι. 13, 7. β) μετὰ προθέσεων, ἐκ παρασκευῆς, ἐκ προμελέτης, ἐκ προθέσεως, Λατ. ex instituto, Ἀντιφῶν 143. 33, Λυσ. 189. 34· [[μάχη]] ἐγένετο ἐκ παρ., ἐκ παρατάξεως, κανονικὴ [[μάχη]], Θουκ. 5. 56· [[οὕτως]], ἀπὸ παρασκευῆς ὁ αὐτ. 1. 133· ἀπὸ π. οὐδεμιᾶς Ἀντιφῶν 132. 5· δι’ ὀλίγης παρασκευῆς, ἐντὸς ὀλίγου χρόνου, ἐκ τοῦ προχείρου, Θουκ. 4. 8· τὸ ναυτικὸν ἐν π. ἦν ὁ αὐτ. 2. 80· ἦσαν ἐν π. πολέμου, ἦσαν ἐνησχολημένοι εἰς ἑτοιμασίαν δι’ αὐτὸν (πρβλ. [[κατασκευή]]), ὁ αὐτ. 8. 14, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 18· ἐν παρασκευῇ [[εἶναι]] Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 6· μετὰ παρασκευῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 5, 4· [[ἄνευ]] παρασκευῆς Πλάτ. Ἐπιστ. 326Α. 2) τὸ πορίζεσθαι, διὰ παρασκευὴν φίλων καὶ οὐσίας Πλάτ. Πολ. 361Β· ὑγιείας σώματι π. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962Α· [[προπαρασκευή]], πᾶν [[τοὐναντίον]] οὑτωσὶ ἡ παρασκευὴ ἔσται αὐτῷ ἐπὶ τὸ οἵῳ τε [[εἶναι]] ὡς πλεῖστα ἀδικεῖν ... ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 510Ε· δύ’ [[εἶναι]] τὰς παρασκευὰς ἐπὶ τὸ θεραπεύειν [[αὐτόθι]] 513D· ― [[οὕτως]] ἐν Εὐριπ. Βάκχ. 457, λευκὴν ... χροιὰν ἐς παρασκευὴν ἔχεις, φαίνεται ὅτι σημαίνει: [[ὅπως]] ἐπιτύχῃς τοῦ σχεδίου σου, δηλ. ἀπατήσῃς, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ. 3) [[ἑτοιμασία]], τεχνάσματα ἃ ἐπινοεῖ τις [[ὅπως]] ἐπιτύχῃ εὐνοϊκῆς ἀποφάσεως ἢ κατορθώσῃ τὴν ἐπιψήφισιν προτάσεως, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 4, Ἀντιφῶν 138. 37, Ἀνδοκ. 1. 1, Δημ., κλ.· πρβλ. [[παρασκευάζω]] Β. Ι. 2, [[παράταξις]] ΙΙ. ΙΙ. τὸ παρεσκευασμένον [[πρός]] τινα σκοπόν, πλοῦτοί τε καὶ πᾶσα ἡ τοιαύτη π. Πλάτ. Πολ. 495Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 14. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1), πᾶσα ἡ πολεμική [[ἑτοιμασία]], Ἀνδοκ. 14. 28, Θουκ. 6. 31, Ξεν.· ἵπποι καὶ ὅπλα καὶ ἡ ἄλλη π. Θουκ. 2. 100, πρβλ. 5. 17· γίγνεσθαι τὰς παρασκευὰς ἐποίησα Δημ. 260. 19 αἱ πρὸς πόλεμον π. Ἀριστ. Ρητορ. 2. 5, 20. 3) [[καθόλου]], [[δύναμις]], μέσα, Θουκ. 1. 1· μέσα ὑπερασπίσεως, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 2, 30, πρβλ. 2. 19, 30, Πλούτ. 2. 961C· ―περὶ τοῦ πόσον διαφέρει τῆς λέξεως κατασκευὴ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἴδε Arnold. εἰς Θουκ. 1. 10., 8. 5, καὶ πρβλ. [[παρασκευάζω]] Ι. 1. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις, ἡ [[ἡμέρα]] τῆς ἑτοιμασίας, ἡ πρὸ τοῦ Σαββάτου τοῦ Πάσχα, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 42, κ. Ἰω. ι΄, ιδ΄, 31, κτλ.· [[ἡμέρα]] παρασκευῆς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 54· πρβλ. [[προσάββατον]]. 2) = ἡ Ἀφροδίτης (ἐξυπακ. [[ἡμέρα]]), ἡ Παρασκευή, Κλήμ. Ἀλ. 877· ἡ [[μεγάλη]] π., ἡ τῆς ἑβδομάδος τῶν Παθῶν, Γ. Κωδιν. περὶ τῶν Ὀφφικ.· ἡ ἁγία π. τοῦ θείου πάθους Ἐκκλ.· ἡ παρ. τῆς ἀπόκρεω, ἡ πρὸ τῆς τεσσαρακοστῆς, Ἄννα Κομν. 1. 385, 11 καὶ 15. IV ἡ πυρετῶν π., ἡ προσέγγισις αὐτῶν, Διοσκ. 5. 29.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>A.</b> action de préparer :<br /><b>1</b> préparation, <i>en gén.</i> d'un repas, de la nourriture;<br /><b>2</b> préparatifs de guerre, armement, équipement : τὸ ναυτικὸν [[ἐν]] παρασκευῇ [[ἦν]] THC on préparait la flotte, on appareillait ; [[μάχη]] [[ἐκ]] παρασκευῆς THC bataille préparée (<i>p. opp. à</i> ἐνέδραι καὶ καταδρομαί);<br /><b>3</b> préparation à un discours;<br /><b>B. I.</b> ce qui a été préparé, ce qui est à la disposition de, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> appareil, équipage;<br /><b>2</b> équipement, armement;<br /><b>3</b> préparatifs, efforts des parties pour gagner un procès ; dispositions prises par l'accusé pour échapper à la peine;<br /><b>4</b> cabale, intrigue, menées : [[ἐκ]] παρασκευῆς <i>ou</i> ἀπὸ παρασκευῆς LYS avec calcul <i>ou</i> préméditation (<i>ttf.</i> [[ἐκ]] παρασκευῆς selon les conventions);<br /><b>II.</b> le fait d'être préparé à qch ; disposition naturelle, qualités, ressources.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σκεῦος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR