Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραποδίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0495.png Seite 495]] die Füße verstricken, übh. verwickeln, hindern; φοβούμενος, μή πη παραποδισθείη, Plat. Ep. VII, 330 b; μὴ παραποδισθῶμεν, Legg. II, 652 b, täuschen, wie Poll. erkl. παρατραπῶμεν, ἐξαπατηθῶμεν; Pol. παραποδίζειν τὴν τῶν ὅπλων χρείαν, 2, 28, 8; παραποδίζεσθαι πρὸς τὰς χρείας, S. Emp. adv. gramm. 193.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0495.png Seite 495]] die Füße verstricken, übh. verwickeln, hindern; φοβούμενος, μή πη παραποδισθείη, Plat. Ep. VII, 330 b; μὴ παραποδισθῶμεν, Legg. II, 652 b, täuschen, wie Poll. erkl. παρατραπῶμεν, ἐξαπατηθῶμεν; Pol. παραποδίζειν τὴν τῶν ὅπλων χρείαν, 2, 28, 8; παραποδίζεσθαι πρὸς τὰς χρείας, S. Emp. adv. gramm. 193.
}}
{{bailly
|btext=entraver, empêcher ; <i>Pass.</i> être gêné pour qch, détourné de qch, τινος, [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ποδίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραποδίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· - [[κυρίως]], ὡς τὸ Λατ. impedio, [[περιπλέκω]] τοὺς πόδας· [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[παρεμποδίζω]], [[κωλύω]], «ἐμποδὼν [[γίνομαι]]» κατὰ Σουΐδ., Πολύβ. 2. 28, 8, πρβλ. 16. 4, 10· - Παθητ., περιπλέκομαι, ἐμπλέκομαι, παγιδεύομαι, ἐξαπατῶμαι, προσέχοντες τὸν νοῦν μή πῃ παραποδισθῶμεν Πλάτ. Νόμ. 652Β (πρβλ. Πολυδ. Β΄, 194), Ἐπιστ. 330Β· π. εἴς ἢ [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 171, 193· παραποδίζεσθαι τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας Κλήμ. Ἀλ. 172· τὴν ῥύμην τοῦ δρόμου Ἡλιόδ. 10. 30.
|lstext='''παραποδίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· - [[κυρίως]], ὡς τὸ Λατ. impedio, [[περιπλέκω]] τοὺς πόδας· [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[παρεμποδίζω]], [[κωλύω]], «ἐμποδὼν [[γίνομαι]]» κατὰ Σουΐδ., Πολύβ. 2. 28, 8, πρβλ. 16. 4, 10· - Παθητ., περιπλέκομαι, ἐμπλέκομαι, παγιδεύομαι, ἐξαπατῶμαι, προσέχοντες τὸν νοῦν μή πῃ παραποδισθῶμεν Πλάτ. Νόμ. 652Β (πρβλ. Πολυδ. Β΄, 194), Ἐπιστ. 330Β· π. εἴς ἢ [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 171, 193· παραποδίζεσθαι τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας Κλήμ. Ἀλ. 172· τὴν ῥύμην τοῦ δρόμου Ἡλιόδ. 10. 30.
}}
{{bailly
|btext=entraver, empêcher ; <i>Pass.</i> être gêné pour qch, détourné de qch, τινος, [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ποδίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml