παρθένος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ἡ, 1) [[Jungfrau]], Mädchen; Il. 2, 514; ἅτε [[παρθένος]] ἠΐθεός τε, 22, 127; Her. u. Tragg., [[ἕως]] τις ἀντὶ παρθένου γυνὴ κληθῇ, Soph. Trach. 148, τὰς ἀεὶ παρθένους σεμνὰς Ἐρινῦς, Ai. 835; u. in Att. Prosa, Plat. Legg. VIII, 834 d Xen. Cyr. 4, 6, 9; jedes jugendliche Frauenzimmer, Il. 2, 514; vgl. Schäf. Soph. Trach. 1221. – 2) adj., = [[παρθένιος]], [[jungfräulich]]; γυνὴ [[παρθένος]], Hes. Th. 514; παρθένου κόρας [[αἴνιγμα]], Eur. Phoen. 1721, von der Sphinx; [[θυγάτηρ]], Xen. Cyr. 4, 6, 9 Mem. 1, 5, 2; übertr., τριήρεις, Ar. Equ. 1302, πρωτόπλοοι, [[μήπω]] πλεύσασαι, noch nicht gebrauchte Schiffe; übh. [[rein]], [[πηγή]], Aesch. Pers. 615; vgl. Valck. zu Eur. Hipp. 1005 u. Schäf. Schol. Ap. Rh. 4, 269. – Nach Poll. 9, 75 eine athenische Münze (= [[κόρη]], mit dem Bilde der Pallas). – Als masc. der unverheirathete Mann, Junggeselle, Sp., bes. K. S.; vgl. Jac. A. P. p. 15. – Wie [[κόρη]] von der Pupille im Auge, Xen. nach Longin. de subl. 4, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ἡ, 1) [[Jungfrau]], Mädchen; Il. 2, 514; ἅτε [[παρθένος]] ἠΐθεός τε, 22, 127; Her. u. Tragg., [[ἕως]] τις ἀντὶ παρθένου γυνὴ κληθῇ, Soph. Trach. 148, τὰς ἀεὶ παρθένους σεμνὰς Ἐρινῦς, Ai. 835; u. in Att. Prosa, Plat. Legg. VIII, 834 d Xen. Cyr. 4, 6, 9; jedes jugendliche Frauenzimmer, Il. 2, 514; vgl. Schäf. Soph. Trach. 1221. – 2) adj., = [[παρθένιος]], [[jungfräulich]]; γυνὴ [[παρθένος]], Hes. Th. 514; παρθένου κόρας [[αἴνιγμα]], Eur. Phoen. 1721, von der Sphinx; [[θυγάτηρ]], Xen. Cyr. 4, 6, 9 Mem. 1, 5, 2; übertr., τριήρεις, Ar. Equ. 1302, πρωτόπλοοι, [[μήπω]] πλεύσασαι, noch nicht gebrauchte Schiffe; übh. [[rein]], [[πηγή]], Aesch. Pers. 615; vgl. Valck. zu Eur. Hipp. 1005 u. Schäf. Schol. Ap. Rh. 4, 269. – Nach Poll. 9, 75 eine athenische Münze (= [[κόρη]], mit dem Bilde der Pallas). – Als masc. der unverheirathete Mann, Junggeselle, Sp., bes. K. S.; vgl. Jac. A. P. p. 15. – Wie [[κόρη]] von der Pupille im Auge, Xen. nach Longin. de subl. 4, 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> vierge, <i>particul.</i><br /><b>1</b> jeune fille;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> fille non mariée;<br /><b>3</b> jeune femme non mariée;<br /><b>4</b> qui est comme une jeune fille, vierge, pur, intact <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> la statue d'Athéna, à Athènes.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. énigmatique, car il n’y a pas de mot i.-e. de la vierge ; il y a bien entendu des théories pélasgiques, en évoquant [[πόρτις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρθένος''': Λακων. [[παρσένος]] (Ἀριστοφ. Λυσ. 1263-72), ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[κόρη]] [[ἄγαμος]], κοινῶς «παρθένα», Ὅμ., κλ.˙ [[ὡσαύτως]] γυνὴ [[παρθένος]] Ἡσ. Θ. 514˙ π. κόρα, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1730˙ π. [[θυγάτηρ]] Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9˙- [[καθόλου]], [[κοράσιον]] ([[μήπω]] εἰς γάμον ἐλθόν), Ἰλ. Β. 514, Σοφ. Τρ. 1219, Ἀριστοφ. Νεφ. 530˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[γυνή]], Σοφ. Τρ. 148, Θεόκρ. 27. 64˙ αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί, τὰ δυστυχῆ μου κοράσια, Σοφ. Ο. Τ. 1462˙ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐπὶ γυναικῶν [[καθόλου]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1219, πρβλ. 1275˙ ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ κόρα, Εὐριπ. Ἑλ. 1342, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 943˙- ἐν τῇ Λατ. virgo καὶ puella. 2) Παρθένος, ὡς [[ὄνομα]] τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 5. 11, 10., 10. 34, 8˙ ([[ἐντεῦθεν]], [[νόμισμα]] Ἀθηναϊκὸν ἔχον [[τύπωμα]] κεφαλὴν Ἀθηνᾶς, «φιλοῦσι δὲ (δηλ. αἱ ἐν Κορίνθῳ ἑταιρίδες) τὰς ἐξ Ἀθηνῶν παρθένους, [[ὅταν]] φέρῃς πολλάς» Πολυδ. Ι´, 75), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2661b· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐριπ. Ἱππ. 17˙ ἐπὶ τῆς ἐν Ταύροις Ἰφιγενείας, Ἡρόδ. 4. 103˙ αἱ ἱεραὶ π., ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων παρθένων ἐν Ρώμῃ, Διον. Ἁλ. 1. 69, Πλούτ., κτλ.˙ [[ὡσαύτως]], αἱ Ἑστιάδες π. Πλουτ. Κικ. 19˙ καὶ [[ἁπλῶς]], αἱ π., Διον. Ἁλ. 2. 66. 3) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου, Ἄρατ. 97. κτλ. 4)= [[κόρη]] ΙΙΙ, ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[παρθενικός]], [[ἁγνός]], παρθένον ψυχὴν ἔχων Εὐριπ. Ἱππ. 1006˙ μίτρη π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 319˙ μεταφορ., π. πηγὴ Αἰσχύλου Πέρσ. 613, πρβλ. [[παρθένιος]] ΙΙ˙ ὦ παρθένοι= ὦ παρθένιοι τριήρεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1302. ΙΙΙ. ὡς ἀρσ. [[παρθένος]], ὁ, ἀνὴρ [[ἄγαμος]], Ἀποκάλ. ιδ´, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b, Ἰακωψίου Ἀνθολ. Π. ἐν τῷ Πίνακι. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἄγνωστος]]).- Ἐκκλ., ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, Ἰγνάτ. 717Β, Πολύκαρπ. 1009C, Τατιαν. 862C, 873C· τὸ [[τάγμα]] τῶν παρθένων Μεθόδ. 129Β, Ἀθαν. Ι, 232Β, ΙΙ, 921Β, 953Β, κτλ.˙- ἡ [[παρθένος]], ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 300Β, 1205Α, Ἱππόλ. 624Α, Ὠριγέν. Ι, 668Β, IV, 784Β, Μεθόδ. 349Β, Εὐσ. VI, 833C, Κύριλλ. Ἱερ. 465Β, κλ.
|lstext='''παρθένος''': Λακων. [[παρσένος]] (Ἀριστοφ. Λυσ. 1263-72), ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[κόρη]] [[ἄγαμος]], κοινῶς «παρθένα», Ὅμ., κλ.˙ [[ὡσαύτως]] γυνὴ [[παρθένος]] Ἡσ. Θ. 514˙ π. κόρα, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1730˙ π. [[θυγάτηρ]] Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9˙- [[καθόλου]], [[κοράσιον]] ([[μήπω]] εἰς γάμον ἐλθόν), Ἰλ. Β. 514, Σοφ. Τρ. 1219, Ἀριστοφ. Νεφ. 530˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[γυνή]], Σοφ. Τρ. 148, Θεόκρ. 27. 64˙ αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί, τὰ δυστυχῆ μου κοράσια, Σοφ. Ο. Τ. 1462˙ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐπὶ γυναικῶν [[καθόλου]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1219, πρβλ. 1275˙ ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ κόρα, Εὐριπ. Ἑλ. 1342, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 943˙- ἐν τῇ Λατ. virgo καὶ puella. 2) Παρθένος, ὡς [[ὄνομα]] τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 5. 11, 10., 10. 34, 8˙ ([[ἐντεῦθεν]], [[νόμισμα]] Ἀθηναϊκὸν ἔχον [[τύπωμα]] κεφαλὴν Ἀθηνᾶς, «φιλοῦσι δὲ (δηλ. αἱ ἐν Κορίνθῳ ἑταιρίδες) τὰς ἐξ Ἀθηνῶν παρθένους, [[ὅταν]] φέρῃς πολλάς» Πολυδ. Ι´, 75), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2661b· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐριπ. Ἱππ. 17˙ ἐπὶ τῆς ἐν Ταύροις Ἰφιγενείας, Ἡρόδ. 4. 103˙ αἱ ἱεραὶ π., ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων παρθένων ἐν Ρώμῃ, Διον. Ἁλ. 1. 69, Πλούτ., κτλ.˙ [[ὡσαύτως]], αἱ Ἑστιάδες π. Πλουτ. Κικ. 19˙ καὶ [[ἁπλῶς]], αἱ π., Διον. Ἁλ. 2. 66. 3) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου, Ἄρατ. 97. κτλ. 4)= [[κόρη]] ΙΙΙ, ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[παρθενικός]], [[ἁγνός]], παρθένον ψυχὴν ἔχων Εὐριπ. Ἱππ. 1006˙ μίτρη π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 319˙ μεταφορ., π. πηγὴ Αἰσχύλου Πέρσ. 613, πρβλ. [[παρθένιος]] ΙΙ˙ ὦ παρθένοι= ὦ παρθένιοι τριήρεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1302. ΙΙΙ. ὡς ἀρσ. [[παρθένος]], ὁ, ἀνὴρ [[ἄγαμος]], Ἀποκάλ. ιδ´, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b, Ἰακωψίου Ἀνθολ. Π. ἐν τῷ Πίνακι. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἄγνωστος]]).- Ἐκκλ., ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, Ἰγνάτ. 717Β, Πολύκαρπ. 1009C, Τατιαν. 862C, 873C· τὸ [[τάγμα]] τῶν παρθένων Μεθόδ. 129Β, Ἀθαν. Ι, 232Β, ΙΙ, 921Β, 953Β, κτλ.˙- ἡ [[παρθένος]], ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 300Β, 1205Α, Ἱππόλ. 624Α, Ὠριγέν. Ι, 668Β, IV, 784Β, Μεθόδ. 349Β, Εὐσ. VI, 833C, Κύριλλ. Ἱερ. 465Β, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> vierge, <i>particul.</i><br /><b>1</b> jeune fille;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> fille non mariée;<br /><b>3</b> jeune femme non mariée;<br /><b>4</b> qui est comme une jeune fille, vierge, pur, intact <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> la statue d'Athéna, à Athènes.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. énigmatique, car il n’y a pas de mot i.-e. de la vierge ; il y a bien entendu des théories pélasgiques, en évoquant [[πόρτις]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth