Anonymous

παρθένος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> vierge, <i>particul.</i><br /><b>1</b> jeune fille;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> fille non mariée;<br /><b>3</b> jeune femme non mariée;<br /><b>4</b> qui est comme une jeune fille, vierge, pur, intact <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> la statue d'Athéna, à Athènes.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. énigmatique, car il n’y a pas de mot i.-e. de la vierge ; il y a bien entendu des théories pélasgiques, en évoquant [[πόρτις]].
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> vierge, <i>particul.</i><br /><b>1</b> jeune fille;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> fille non mariée;<br /><b>3</b> jeune femme non mariée;<br /><b>4</b> qui est comme une jeune fille, vierge, pur, intact <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> la statue d'Athéna, à Athènes.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. énigmatique, car il n’y a pas de mot i.-e. de la vierge ; il y a bien entendu des théories pélasgiques, en évoquant [[πόρτις]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρθένος''': Λακων. [[παρσένος]] (Ἀριστοφ. Λυσ. 1263-72), ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[κόρη]] [[ἄγαμος]], κοινῶς «παρθένα», Ὅμ., κλ.˙ [[ὡσαύτως]] γυνὴ [[παρθένος]] Ἡσ. Θ. 514˙ π. κόρα, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1730˙ π. [[θυγάτηρ]] Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9˙- [[καθόλου]], [[κοράσιον]] ([[μήπω]] εἰς γάμον ἐλθόν), Ἰλ. Β. 514, Σοφ. Τρ. 1219, Ἀριστοφ. Νεφ. 530˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[γυνή]], Σοφ. Τρ. 148, Θεόκρ. 27. 64˙ αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί, τὰ δυστυχῆ μου κοράσια, Σοφ. Ο. Τ. 1462˙ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐπὶ γυναικῶν [[καθόλου]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1219, πρβλ. 1275˙ ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ κόρα, Εὐριπ. Ἑλ. 1342, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 943˙- ἐν τῇ Λατ. virgo καὶ puella. 2) Παρθένος, ὡς [[ὄνομα]] τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 5. 11, 10., 10. 34, 8˙ ([[ἐντεῦθεν]], [[νόμισμα]] Ἀθηναϊκὸν ἔχον [[τύπωμα]] κεφαλὴν Ἀθηνᾶς, «φιλοῦσι δὲ (δηλ. αἱ ἐν Κορίνθῳ ἑταιρίδες) τὰς ἐξ Ἀθηνῶν παρθένους, [[ὅταν]] φέρῃς πολλάς» Πολυδ. Ι´, 75), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2661b· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐριπ. Ἱππ. 17˙ ἐπὶ τῆς ἐν Ταύροις Ἰφιγενείας, Ἡρόδ. 4. 103˙ αἱ ἱεραὶ π., ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων παρθένων ἐν Ρώμῃ, Διον. Ἁλ. 1. 69, Πλούτ., κτλ.˙ [[ὡσαύτως]], αἱ Ἑστιάδες π. Πλουτ. Κικ. 19˙ καὶ [[ἁπλῶς]], αἱ π., Διον. Ἁλ. 2. 66. 3) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου, Ἄρατ. 97. κτλ. 4)= [[κόρη]] ΙΙΙ, [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[παρθενικός]], [[ἁγνός]], παρθένον ψυχὴν ἔχων Εὐριπ. Ἱππ. 1006˙ μίτρη π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 319˙ μεταφορ., π. πηγὴ Αἰσχύλου Πέρσ. 613, πρβλ. [[παρθένιος]] ΙΙ˙ ὦ παρθένοι= ὦ παρθένιοι τριήρεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1302. ΙΙΙ. ὡς ἀρσ. [[παρθένος]], ὁ, ἀνὴρ [[ἄγαμος]], Ἀποκάλ. ιδ´, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b, Ἰακωψίου Ἀνθολ. Π. ἐν τῷ Πίνακι. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἄγνωστος]]).- Ἐκκλ., ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, Ἰγνάτ. 717Β, Πολύκαρπ. 1009C, Τατιαν. 862C, 873C· τὸ [[τάγμα]] τῶν παρθένων Μεθόδ. 129Β, Ἀθαν. Ι, 232Β, ΙΙ, 921Β, 953Β, κτλ.˙- ἡ [[παρθένος]], ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 300Β, 1205Α, Ἱππόλ. 624Α, Ὠριγέν. Ι, 668Β, IV, 784Β, Μεθόδ. 349Β, Εὐσ. VI, 833C, Κύριλλ. Ἱερ. 465Β, κλ.
|elnltext=παρθένος -ου, ἡ, Lac. παρσένος meisje, jonge vrouw:; οὕς τέκεν Ἀστυόχη,... παρθένος αἰδοίη die Astyoche ter wereld had gebracht, de respectabele jonge vrouw Il. 2.514; αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν de meisjes huiverden Soph. OC 1606; overdr.. ὦ παρθένοι meisjes! (van triëren) Aristoph. Eq. 1302. meisje, maagd:; ἕως τις ἀντὶ παρθένου γυνὴ κληθῇ totdat iemand in plaats van meisje vrouw wordt genoemd Soph. Tr. 148; adj..; παρθένον ψυχὴν ἔχων met maagdelijke geest Eur. Hipp. 1006; ἡ Π. Parthenos ( [[epithet]] van Athena en van Artemis); m. celibatair. NT Apoc. 14.4. ongehuwd meisje, ongehuwde vrouw:. τὰς παρθένους οὐ φυλάσσουσι, ἀλλ’ ἐωσι τοῖσι αὐταὶ βούλονται ἀνδράσι μίσγεσθαι ze bewaken de ongehuwde meisjes niet, maar ze vinden het goed dat ze met de mannen van hun voorkeur naar bed gaan Hdt. 5.6.1; παρθένος γὰρ ἔτ’ ἦ κοὐκ ἐξῆν πώ μοι τεκεῖν ik was nog ongehuwd en mocht nog geen kinderen ter wereld brengen Aristoph. Nub. 530.
}}
{{elru
|elrutext='''παρθένος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[девственный]], [[непорочный]], [[чистый]] ([[ψυχή]] Eur.; [[πηγή]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[совершенно новый]], [[только что построенный]] (τριήρεις Arph.).<br /><b class="num">I</b> лак. [[παρσένος]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[дева]], [[девица]], [[девушка]], Hom., Xen., Trag. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[молодая женщина]] Soph., Eur.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''παρθένος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κόρη]] [[παρθένα]], άγαμη [[κόρη]], [[παρθένος]], [[κοπέλα]], [[κορίτσι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Παρθένος</i>, ως όνομα της θεάς Αθηνάς στην Αθήνα, λέγεται και για την Άρτεμη κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[παρθενικός]], [[αμόλυντος]], [[αγνός]], <i>πάρθενον ψυχὴν ἔχων</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[παρθένος]] [[πηγή]], σε Αισχύλ.· <i>παρθένοι τριήρεις</i>, παρθενικά, δηλ. καινούρια, [[νέα]] καράβια, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως αρσ., [[παρθένος]], <i>ὁ</i>, [[ανύπαντρος]], [[άγαμος]] άντρας, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''παρθένος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κόρη]] [[παρθένα]], άγαμη [[κόρη]], [[παρθένος]], [[κοπέλα]], [[κορίτσι]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Παρθένος</i>, ως όνομα της θεάς Αθηνάς στην Αθήνα, λέγεται και για την Άρτεμη κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[παρθενικός]], [[αμόλυντος]], [[αγνός]], <i>πάρθενον ψυχὴν ἔχων</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[παρθένος]] [[πηγή]], σε Αισχύλ.· <i>παρθένοι τριήρεις</i>, παρθενικά, δηλ. καινούρια, [[νέα]] καράβια, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως αρσ., [[παρθένος]], <i>ὁ</i>, [[ανύπαντρος]], [[άγαμος]] άντρας, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρθένος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[девственный]], [[непорочный]], [[чистый]] ([[ψυχή]] Eur.; [[πηγή]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[совершенно новый]], [[только что построенный]] (τριήρεις Arph.).<br /><b class="num">I</b> лак. [[παρσένος]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[дева]], [[девица]], [[девушка]], Hom., Xen., Trag. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[молодая женщина]] Soph., Eur.
|lstext='''παρθένος''': Λακων. [[παρσένος]] (Ἀριστοφ. Λυσ. 1263-72), ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[κόρη]] [[ἄγαμος]], κοινῶς «παρθένα», Ὅμ., κλ.˙ [[ὡσαύτως]] γυνὴ [[παρθένος]] Ἡσ. Θ. 514˙ π. κόρα, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1730˙ π. [[θυγάτηρ]] Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9˙- [[καθόλου]], [[κοράσιον]] ([[μήπω]] εἰς γάμον ἐλθόν), Ἰλ. Β. 514, Σοφ. Τρ. 1219, Ἀριστοφ. Νεφ. 530˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[γυνή]], Σοφ. Τρ. 148, Θεόκρ. 27. 64˙ αἱ ἄθλιαι π. ἐμαί, τὰ δυστυχῆ μου κοράσια, Σοφ. Ο. Τ. 1462˙ ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐπὶ γυναικῶν [[καθόλου]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1219, πρβλ. 1275˙ ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ κόρα, Εὐριπ. Ἑλ. 1342, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 943˙- ἐν τῇ Λατ. virgo καὶ puella. 2) Παρθένος, ὡς [[ὄνομα]] τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Ἀθήναις, Παυσ. 5. 11, 10., 10. 34, 8˙ ([[ἐντεῦθεν]], [[νόμισμα]] Ἀθηναϊκὸν ἔχον [[τύπωμα]] κεφαλὴν Ἀθηνᾶς, «φιλοῦσι δὲ (δηλ. αἱ ἐν Κορίνθῳ ἑταιρίδες) τὰς ἐξ Ἀθηνῶν παρθένους, [[ὅταν]] φέρῃς πολλάς» Πολυδ. Ι´, 75), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2661b· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐριπ. Ἱππ. 17˙ ἐπὶ τῆς ἐν Ταύροις Ἰφιγενείας, Ἡρόδ. 4. 103˙ αἱ ἱεραὶ π., ἐπὶ τῶν Ἑστιάδων παρθένων ἐν Ρώμῃ, Διον. Ἁλ. 1. 69, Πλούτ., κτλ.˙ [[ὡσαύτως]], αἱ Ἑστιάδες π. Πλουτ. Κικ. 19˙ καὶ [[ἁπλῶς]], αἱ π., Διον. Ἁλ. 2. 66. 3) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου, Ἄρατ. 97. κτλ. 4)= [[κόρη]] ΙΙΙ, ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[παρθενικός]], [[ἁγνός]], παρθένον ψυχὴν ἔχων Εὐριπ. Ἱππ. 1006˙ μίτρη π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 319˙ μεταφορ., π. πηγὴ Αἰσχύλου Πέρσ. 613, πρβλ. [[παρθένιος]] ΙΙ˙ ὦ παρθένοι= ὦ παρθένιοι τριήρεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1302. ΙΙΙ. ὡς ἀρσ. [[παρθένος]], ὁ, ἀνὴρ [[ἄγαμος]], Ἀποκάλ. ιδ´, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b, Ἰακωψίου Ἀνθολ. Π. ἐν τῷ Πίνακι. ([[ῥίζα]] [[ἄγνωστος]]).- Ἐκκλ., ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, Ἰγνάτ. 717Β, Πολύκαρπ. 1009C, Τατιαν. 862C, 873C· τὸ [[τάγμα]] τῶν παρθένων Μεθόδ. 129Β, Ἀθαν. Ι, 232Β, ΙΙ, 921Β, 953Β, κτλ.˙- ἡ [[παρθένος]], ἐπὶ τῆς Παρθένου Μαρίας, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 300Β, 1205Α, Ἱππόλ. 624Α, Ὠριγέν. Ι, 668Β, IV, 784Β, Μεθόδ. 349Β, Εὐσ. VI, 833C, Κύριλλ. Ἱερ. 465Β, κλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρθένος -ου, , Lac. παρσένος meisje, jonge vrouw:; οὕς τέκεν Ἀστυόχη,... παρθένος αἰδοίη die Astyoche ter wereld had gebracht, de respectabele jonge vrouw Il. 2.514; αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν de meisjes huiverden Soph. OC 1606; overdr.. ὦ παρθένοι meisjes! (van triëren) Aristoph. Eq. 1302. meisje, maagd:; ἕως τις ἀντὶ παρθένου γυνὴ κληθῇ totdat iemand in plaats van meisje vrouw wordt genoemd Soph. Tr. 148; adj..; παρθένον ψυχὴν ἔχων met maagdelijke geest Eur. Hipp. 1006; ἡ Π. Parthenos ( [[epithet]] van Athena en van Artemis); m. celibatair. NT Apoc. 14.4. ongehuwd meisje, ongehuwde vrouw:. τὰς παρθένους οὐ φυλάσσουσι, ἀλλ’ ἐωσι τοῖσι αὐταὶ βούλονται ἀνδράσι μίσγεσθαι ze bewaken de ongehuwde meisjes niet, maar ze vinden het goed dat ze met de mannen van hun voorkeur naar bed gaan Hdt. 5.6.1; παρθένος γὰρ ἔτ’ ἦ κοὐκ ἐξῆν πώ μοι τεκεῖν ik was nog ongehuwd en mocht nog geen kinderen ter wereld brengen Aristoph. Nub. 530.
}}
}}
{{etym
{{etym